Η φαντασία παίζει κρυφτό

Συγγραφέας παραμυθιού

- Παππού, παππού!

- Τι συμβαίνει Μάξιμε;

- Άστα, πρόβλημα σου λέω!

- Κάθισε λίγο, γιατί απ΄ το πολύ τρέξιμο «φούσκωσαν τα πνευμόνια σου» , και πες μου ήρεμα ποιο είναι το πρόβλημα.

Ο Μάξιμος στρογγυλοκάθισε στην πολύχρωμη πολυθρόνα του παππού και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες. Η καρδιά του κόντευε να «σπάσει» από το τρέξιμο, αλλά και από την αγωνία.

- Λοιπόν, είσαι έτοιμος να μου πεις τι σου συμβαίνει; ρώτησε όλος απορία ο παππούς.

- Πάει παππού, χάθηκε.

- Ποιος χάθηκε παιδί μου;

- Η φαντασία, παππού, η φαντασία.

- Μπα σε καλό σου, θα με τρελάνεις σήμερα. Ποια φαντασία;

- Αυτή που έχουμε όλοι μες στο κεφάλι μας. Ε, η δική μου χάθηκε, πάει.

Ο παππούς δεν άντεξε κι έβαλε τα γέλια.

- Δεν είναι για γέλια σου λέω. Κάτσε να σου πω. Μας ζήτησε η δασκάλα να βάλουμε όολη τη φαντασία μας και να φτιάξουμε μια τεράστια ζωγραφιά αλλιώτικη από τις άλλες. Θα την παρουσιάσουμε στην τάξη μεθαύριο και μετά θα φτιάξουμε ένα τεράστιο κολλάζ.

- Και πού είναι το πρόβλημα; ρώτησε ο παππούς.

- Ε, πήρα ένα τεράστιο λευκό χαρτόνι, μεγάλους μαρκαδόρους και δεν έγινε τίποτα. Δεν μου κατέβαινε τίποτα αλλιώτικο από τις άλλες φορές. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Συνηθισμένα δέντρα, καράβια, όλα συνηθισμένα. Πού πήγε η φαντασία μου παππού;

Ένα δάκρυ κύλησε και στάθηκε για λίγο στο μάγουλό του σαν να περίμενε και αυτό μια απάντηση.

- Λοιπόν, αφού την έχασες πάμε να την βρούμε. Παίρνω την τραγιάσκα μου και φύγαμε.

Ο Μάξιμος δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Πάει, τα’χασε ο παππούς, σκέφτηκε. Μα καλά, γίνεται να ψάξουμε κάτι που είναι μες στο κεφάλι μας;

- Έτοιμος! είπε με ενθουσιασμό ο παππούς και βγήκαν απ’ το σπίτι.

- Δε θα πάρουμε το αμάξι παππού;

- Όχι, Μάξιμε. Το αμάξι τρέχει γρήγορα και εμείς δε βιαζόμαστε.

- Πού πάμε;

- Μη σε νοιάζει. Φτάνει που είμαστε μαζί. Λατρεύω να περιπλανιέμαι στη φύση και όπου με βγάλει. Κάπως έτσι περιπλανιέται και το μυαλό, όταν φαντάζεται και γεννάει εικόνες, ιστορίες, παιχνίδια.

- Δεν κατάλαβα και πολλά παππού, αλλά για να το λες εσύ…

Ο παππούς γέλασε και του’κλεισε το μάτι. Περπάτησαν για αρκετή ώρα σ’ έναν δρόμο, που ήταν λες και έκοβε το δάσος στη μέση. Αριστερά και δεξιά πεύκα. Τόσα πολλά που έκρυβαν τον ουρανό. Λογιών λογιών θάμνοι και εδώ και κει τούφες τούφες κατακόκκινες παπαρούνες.

- Στάσου Μάξιμε. Στάσου και δες πόσα χρώματα! Λοιπόν, αν η φαντασία είχε χρώμα σίγουρα θα ήταν κόκκινη. Κόκκινη σαν παπαρούνα.

Ο Μάξιμος έκλεισε για λίγο τα μάτια του και είπε με ενθουσιασμό στον παππού:

- Εμένα η δική μου θα ήταν πολύχρωμη .

- Μμμ, μου φαίνεται πως η δική σου θα ήταν ομορφότερη, απάντησε γελώντας ο παππούς.

- Ζουν πολλά ζώα στο δάσος παππού;

- Πολλά αγόρι μου, πολλά.

- Αν η φαντασία ήταν ζώο του δάσους, ποιο θα ήταν παππού;

- Νομίζω λαγός, γιατί τρέχει γρήγορα σαν τον λαγό και κάνει το μυαλουδάκι να κατεβάζει πολλές πολλές φανταστικές ιδέες.

- Ένας πολύχρωμος λαγός, συμπλήρωσε ο Μάξιμος.

- Ένας πολύχρωμος λαγός, επανέλαβε ο παππούς και χάιδεψε στο κεφάλι το μικρό αγόρι ανακατεύοντας τα μαλλιά του.

- Σαν να τεμπελιάσαμε λίγο και η φαντασία δεν το θέλει καθόλου αυτό.

- Θα εμφανιστεί κάπου παππού;

- Εκεί που δεν το περιμένεις. Σαν να παίζει κρυφτό. Κρύβεται για λίγο και ξαφνικά πετάγεται μπροστά σου, φωνάζει «φτου και βγαίνω» και να σου η ιδέα που ψάχνεις.

- Κοίτα παππού! Παίζει και ο ήλιος κρυφτό. Κρύφτηκε πίσω από ‘κείνο το σύννεφο που μοιάζει με κεφάλι δεινοσαύρου.

- Με κεφάλι δεινοσαύρου;

- Ναι. Δες, δες. Να το στόμα του, τα μάτια του. Φαίνονται και λίγο τα μεγάλα κοφτερά δόντια του.

- Μμμ, σαν να βλέπω κάτι τώρα. Κάθε φορά που θα θες να ζωγραφίσεις έναν δεινόσαυρο, θα κοιτάς τον ουρανό. Όλο και κάποιον θα ανακαλύψεις.

- Κοίτα παππού. Εκείνο το σύννεφο μοιάζει με αεροπλάνο. Φαίνονται και τα φτερά του.

- Αν προσέξεις και λίγο παραπάνω ο πιλότος μας κλείνει το μάτι, απάντησε ο παππούς και έσκασαν στα γέλια.

- Για πού ταξιδεύουν τα σύννεφα παππού;

- Ααα, πάνε σε μέρη πολύ μακρινά.

- Μπορούν να πάνε και άνθρωποι εκεί;

- Με λίγη φαντασία όλα μπορεί να τα κάνει ο άνθρωπος. Να, το αεροπλάνο για παράδειγμα. Άμα κλείσω τα μάτια μου βλέπω να προσγειώνεται στο «καλοκαιρονήσι».

- Ποιο μέρος είναι αυτό παππού;

- Είναι το νησί που έχει πάντα καλοκαίρι εκεί. Κλείσε τα μάτια σου και θα το δεις και εσύ.

- Να το παππού, το βλέπω! Έχει παντού φοίνικες, παγωτά και παραλίες με πολύχρωμες ομπρέλες. Τα παιδιά παίζουν στην άμμο. Να ΄σαι και εσύ παππού. Κάτω από έναν φοίνικα και τρως παγωτό, από εκείνα που δεν σ’ αφήνει η γιαγιά γιατί έχουν πολλή ζάχαρη. Έχεις και ένα ραδιάκι δίπλα σου που παίζει το αγαπημένο μας τραγούδι:

…Τώρα με λαχτάρα καρτερώ,

τον παγωτατζή τον γελαστό.

Έχω δέκα ευρώ στον κουμπαρά,

Φτάνουν για πέντε-έξι παγωτά.

- Σαν πολλά δεν είδες μικρέ; είπε ο παππούς και γέλασε τόσο δυνατά που έκανε τα πουλιά σ’ ένα δέντρο να πετάξουν μακριά. Μου φαίνεται ήρθε η ώρα να γυρίσουμε πίσω. Έχεις να κάνεις και τη ζωγραφιά σου.

- Ναι, παππού. Ξέρεις τι θα κάνω; Θα ζωγραφίσω ένα «πολύχρωμο λαγό», που ταξιδεύει με το «αεροπλανοσύννεφο» για το «καλοκαιρονήσι».

- Σπουδαία ιδέα Μάξιμε! Σπουδαία!

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Τζένη Μαλανδρένη

Εικονογράφηση: www.paidika-paramythia.gr

Δείτε ακόμα: Στο Λονδίνο, στο Χαλέπι και στο Βόρειο Πόλο

Πληροφορίες
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)

Ετικέτες

Δώσε αστέρια
Average: 5 (4 ψήφοι)