Φτάνει να το θέλεις

Συγγραφέας παραμυθιού

Μέσα σ’ ένα καταπράσινο δάσος, στη ρίζα ενός μεγάλου πλάτανου, ήταν ξαπλωμένος ο κύριος Λαγός. Μασούλαγε ευτυχισμένος το καρότο του, όταν ξαφνικά δίπλα του, ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός. Πετάχτηκε επάνω και είδε τον φίλο του τον κύριο Σαλιγκάρη να αναστενάζει και να κοιτάζει τον ουρανό.

- Τι έπαθες καλέ και αναστενάζεις έτσι; Τέτοια ωραία μέρα, σ’ αυτό όμορφο δάσος κι εσύ κάνεις σαν να σου έσπασε το καβούκι.

- Θεός φυλάξοι Λαγέ! Τι είναι αυτά που λες; Μια χαρά είναι το καβούκι μου!

- Ε τότε; Γιατί κάνεις έτσι;

- Να, βλέπω τα πουλιά που είναι στον ουρανό.

- Και που ήθελες να είναι τα πουλιά; Τα πουλιά είναι στον ουρανό, τα ψάρια στη θάλασσα κι όλοι εμείς οι υπόλοιποι πάνω στη γη. Χρόνια τώρα έτσι είναι τα πράγματα. Εσύ τώρα το πρόσεξες;

- Όχι, αλλά σκεφτόμουν πόσο όμορφα πρέπει να είναι να βρίσκεσαι εκεί ψηλά. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να βρεθώ κι εγώ εκεί πάνω.

- Νάτα μας! Σαλιγκάρης ο γοργοφτέρουγος. Τι άλλο θ’ ακούσουμε;

- Μη λες ανοησίες Λαγέ. Ποιος σου είπε ότι ονειρεύομαι να βγάλω φτερά; Θα ήθελα όμως κι εγώ μια φορά να δω τον κόσμο από ψηλά. Σ’ όλη μου τη ζωή μόνο πατούσες και ουρές βλέπω. Θέλω έστω για μια φορά στη ζωή μου να δω κι εγώ βουνά, ποτάμια, θάλασσες κι ότι άλλο μπορεί να δει κανείς από ‘κει πάνω. Τόσο κακό είναι αυτό που θέλω;

- Κακό δεν είναι αλλά κάπως παράξενο και ασυνήθιστο. Δε νομίζεις;

- Ναι το ξέρω πως δε συνηθίζεται να βλέπεις σαλιγκάρια στον ουρανό, αλλά έλα που μου μπήκε αυτή η ιδέα κι από τότε δεν μπορώ να ησυχάσω. Κι αφού δεν μπορώ να κάνω κάτι γι' αυτό, κάθομαι κι αναστενάζω για να μου φεύγει λίγο ο καημός.

- Ωχου! Πολύ με στεναχώρησες Σαλιγκάρη. Άσε με να το σκεφτώ κι ίσως μου έρθει καμιά ιδέα να λύσω το πρόβλημα σου.

- Τι ιδέα να σου έρθει καημένε. Δε γίνονται αυτά τα πράγματα. Έτσι είναι η μοίρα μου εμένα. Να σέρνομαι στη γη και να βλέπω μόνο πατούσες

- Βρε άσε με να το σκεφτώ και τα ξαναλέμε αύριο.

- Καααλά!

Την άλλη μέρα ο Λαγός ξαπλωμένος κάτω από το ίδιο πλατάνι περίμενε τον Σαλιγκάρη να φανεί. Μόλις άκουσε κάποιον να σέρνεται και ν’ αναστενάζει δε χρειάστηκε να ρωτήσει ποιος είναι, κατάλαβε αμέσως.

- Βρε καλώς τον Σαλιγκάρη. Πάλι με αχ και βαχ μας έρχεσαι;

- Γιατί, άλλαξε κάτι από χθες για να σταματήσω ν’ αναστενάζω;

- Όχι ακόμη, αλλά αν το θέλεις κι εσύ, μπορεί ν’ αλλάξει.

- Τι εννοείς Λαγέ; Δε σε καταλαβαίνω;

- Ανέβα στην πλάτη μου και θα καταλάβεις.

- Λαγέ, όταν έλεγα ότι θέλω να δω τον κόσμο από ψηλά δεν εννοούσα απ’ την πλάτη σου

- Ούτε εγώ έχω καμιά όρεξη να σε κουβαλάω σαν παπαγάλο στον ώμο μου. Σου λέω ν' ανέβεις γιατί θέλω να πάμε κάπου.

- Κάπου; Πού δηλαδή;

- Ε ανέβα και θα δεις

Ο Σαλιγκάρης σκαρφάλωσε στην πλάτη του Λαγού και ξεκινήσανε. Χοπ χοπ χοπ άρχισε να χοροπηδάει σβέλτα ο Λαγός μέχρι που έφτασαν σ’ ένα ξέφωτο. Εκεί, στη μέση ακριβώς ήταν ένα τεράστιο μπαλόνι. Κάτω από το μπαλόνι ήταν δεμένο ένα καλάθι κι αυτό με τη σειρά του ήταν δεμένο στη γη.

- Τι είναι αυτό; ρώτησε έκπληκτος ο Σαλιγκάρης

- Δεν ξέρω τι είναι και πως το λένε αλλά ίσως να είναι η λύση στο πρόβλημα σου

- Τι εννοείς Λαγέ;

- Αυτό το παράξενο κατασκεύασμα, όταν του λύσουν τα σχοινιά που το κρατάνε, αρχίζει κι ανεβαίνει σιγά – σιγά ψηλά στον ουρανό. Αφού κάνει μερικές βόλτες, το κατεβάζουν και το ξαναδένουν στη γη. Πώς σου φαίνεται;

- Πώς να μου φανεί τι;

- Ακόμη να καταλάβεις βρε μπουμπούνα; Και σε είχα και για έξυπνο. Θ’ ανέβεις επάνω και μόλις το λύσουνε, το όνειρο σου θα γίνει πραγματικότητα.

- Και πως θ’ ανέβω εξυπνάκια; Αφού δεν πατάει στη γη. Μήπως έχω φτερά και δεν το ξέρω;

- Δε χρειάζεται να έχεις φτερά. Τα σχοινιά που το κρατάνε δεμένο είναι αρκετά χοντρά για να συρθείς πάνω τους.

- Μα, μα, μα τα σχοινιά είναι πολύ μεγάλα και χρειάζεται πολλή ώρα για να τ’ ανέβω. Έπειτα είναι και πολύ ψηλά. Αν γλιστρήσω και πέσω; Ή αν με δει κανένα πουλί και μ’ αρπάξει; Δε, δε νομίζω Λαγέ ότι είναι καλή ιδέα αυτό που μου προτείνεις.

- Για πες μου σε παρακαλώ. Θέλεις ή δε θέλεις να δεις τον κόσμο από ψηλά;

- Θέλω, πως δε θέλω.

- Ε αν το θέλεις πραγματικά πρέπει να προσπαθήσεις για να το πετύχεις. Εκτός αν περιμένεις να έρθει καμιά νεράιδα να σου κολλήσει τίποτα φτερά για να πετάξεις. Αν έρθει, στείλ’ τη και σε μένα γιατί το ν’ αρπάζω καρότα απ’ τα χωράφια είναι πολύ επικίνδυνο. Με παίρνουν τα σκυλιά στο κατόπι και τρέχω σαν τρελός για να ξεφύγω κάθε φορά που θέλω να φάω ένα καροτάκι. Ίσως, η νεράιδα σου με βοηθήσει κι εμένα να πετύχω αυτό που θέλω χωρίς να προσπαθώ και να κουράζομαι.

- Δεν είναι ότι δε θέλω να κουραστώ αλλά…

- Αλλά τι; Αν το θέλεις πρέπει να προσπαθήσεις. Αλλιώς κάτσε και κοίτα τον ουρανό όσο σου κάνει κέφι μόνο σταμάτα ν’ αναστενάζεις γιατί βαρέθηκα να σ’ ακούω να γκρινιάζεις για την κακιά σου μοίρα και να μην κάνεις τίποτα. Εσύ αποφασίζεις.

Ο Σαλιγκάρης, μην έχοντας τι άλλο να πει, έσκυψε το κεφάλι και δεν έβγαλε λέξη για πολλή ώρα. Ο Λαγός από την άλλη ξάπλωσε, σφυρίζοντας αδιάφορα, στο μαλακό χορτάρι και βάλθηκε να χαζεύει δυο πεταλούδες που είχαν στήσει χορό πάνω απ’ το κεφάλι του. Στο τέλος όμως βαρέθηκε και στράφηκε προς τον Σαλιγκάρη που δεν είχε κουνηθεί καθόλου όλη αυτή την ώρα.

- Τι θα γίνει, εδώ θα τη βγάλουμε σήμερα; Αφού δε θέλεις να το κάνεις ανέβα στην πλάτη μου να φύγουμε

Ο Σαλιγκάρης τότε, σήκωσε απότομα το κεφάλι του, κοίταξε τον Λαγό και είπε:

- Εσύ πήγαινε όπου θέλεις, εγώ έχω ν’ ανέβω στον ουρανό σήμερα

Και αφήνοντας τον Λαγό άφωνο ξεκίνησε να πραγματοποιήσει το όνειρο του. Ο δρόμος ήταν μακρύς και δύσκολος όμως ο Σαλιγκάρης δεν έκανε πίσω στην απόφαση του. Συνέχισε με πείσμα και στο τέλος τα κατάφερε. Όταν λυθήκαν τα σχοινιά και το μπαλόνι άρχισε να σηκώνεται φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε:

- ΠΕΤΑΩ Λαγέ! ΠΕΤΑΩ!

- Στο είπα ξεροκέφαλε, του απάντησε ο Λαγός χαμογελώντας ικανοποιημένος, όλα γίνονται.

ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ΤΟ ΘΕΛΕΙΣ!

Το σαλιγκάρι στο αερόστατο

Κείμενο: Έλενα Ρώμπη

Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.6 (26 ψήφοι)