Ένας λύκος κάποτε, καραδοκούσε έξω από κοπάδια με σκοπό να αρπάξει ένα προβατάκι και να το φάει.
Ο βοσκός ήταν πολύ έξυπνος και γνώριζε τους κακούς του σκοπούς για αυτό και είχε περιφράξει το κτήμα του, δυσκολεύοντας τον επίδοξο λύκο και τους κακούς του σκοπούς.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, ο λύκος πιάστηκε όμηρος του βοσκού και άρχισε μεταξύ τους ο παρακάτω διάλογος:
-Μη με βλάψεις! φώναζε ο λύκος. Λυπήσου με, μην ξεχνάς πως παλαιότερα σε είχα προστατεύσει και σε έσωσα από μία μεγάλη αρκούδα η οποία θα μπορούσε να σε είχε σκοτώσει.
-Ναι, αυτό το θυμάμαι, απάντησε εκείνος. Ποιος όμως κυνηγάει τα πρόβατά μου και έχει κατασπαράξει πολλά από αυτά; Αυτό δεν μπορώ να το ξεχάσω, για αυτό αν σε ξαναδώ να τα περιτριγυρίζεις, θα σε πυροβολήσω χωρίς δισταγμό!
Ο λύκος από εκείνη την ημέρα, απομακρύνθηκε εντελώς. Δεν μπόρεσε να συγκινήσει τον κυνηγό και ας του θύμιζε το καλό που του είχε κάνει. Διότι αντιλήφθηκε πως οι άνθρωποι δεν ξεχνούν εύκολα το κακό που τους κάνεις, σε αντίθεση με το καλό. Διότι δεν μπορεί να ξεχάσει κάποιος το κακό που του κάνεις, ακόμα και αν μία φορά τον έχεις βοηθήσει…