Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα ήσυχο χωριό ζούσε η Βανέσσα, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι με κατάξανθα μαλλιά και ροδαλά μάγουλα. Περνούσε τη ζωή της πλάι στον παππού και την γιαγιά της, που την αγαπούσαν όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Ήταν ένα ευτυχισμένο κορίτσι γιατί πέρα από την οικογένεια της, είχε καλούς φίλους με τους οποίους απολάμβανε ατελείωτο παιχνίδι και βόλτες. Βόλτες στην λίμνη και στα καταπράσινα δάση του χωριού, στην πλατεία όπου γευόταν το αγαπημένο της παγωτό με γεύση φράουλα και στην μικρή της γειτονιά, όπου χάζευε τους ολάνθιστους κήπους των γειτόνων.
Ένα πρωί, ενώ ετοίμαζε την τσάντα της για το σχολείο άκουσε τον παππού της να φωνάζει:
-Βανέσσα μου, ακόμα να ετοιμαστείς; Είναι κιόλας 7. Δεν φαντάζομαι να μην πιείς πάλι το γάλα σου;
- Όχι παππού, έρχομαι αμέσως. Έβαζα απλώς κάτι τετράδια στην τσάντα μου, είπε εκείνη σκυθρωπά καθώς δεν της άρεσε καθόλου το γάλα και πάντα έψαχνε τρόπους για να το αποφύγει.
Πλησίασε προς την κουζίνα, κάνοντας αργά βήματα για να χάσει χρόνο. Έπειτα σταμάτησε για να δέσει τα κορδόνια της.
-Δεν έχω συναντήσει πιο κατεργάρικο κορίτσι στον κόσμο από εσένα. Να δω τι άλλο θα σκαρφιστείς για να αποφύγεις το γάλα, είπε γελώντας ο παππούς. Άντε κάθισε επιτέλους.
-Καλέ μου παππού, μήπως γίνεται σήμερα να φάω απλώς το ψωμάκι μου; είπε η Βανέσσα κοιτώντας τον όλο παρακάλια.
-Όχι μικρή μου. Το ίδιο είπες και εχθές. Δεν έχουμε πει πως το γάλα δυναμώνει τα κόκαλα κάνοντας τα γερά σαν πέτρες;
-Μα παππού εγώ είμαι ήδη πολύ δυνατή! Κοίτα, σηκώνω την ραπτομηχανή της γιαγιάς πολύ εύκολα, είπε και αμέσως τινάχτηκε από την καρέκλα της.
Αφού έπιασε την ραπτομηχανή με τα δυο της χέρια, κοίταξε τον παππού της περήφανα λες και είχε κάνει κάποιο μεγάλο κατόρθωμα. Εκείνος έβαλε τα γέλια και την άφησε να φύγει. Άλλωστε δεν μπορούσε να αντισταθεί σε αυτά τα γλυκά ματάκια που τον κοιτούσαν πάντα γεμάτα αγάπη και αθωότητα.
Η Βανέσσα, αφού γλίτωσε από το καθημερινό της βάσανο, πήρε τον δρόμο για το σχολείο γεμάτη διάθεση. Όταν επέστρεψε, βρήκε το τραπέζι σχεδόν έτοιμο. Βοήθησε λίγο την γιαγιά της στο σερβίρισμα και έπειτα έκατσαν όλοι μαζί να φάνε.
Ενώ έτρωγαν, η γιαγιά της ανακοίνωσε πως σε 2 ημέρες θα ερχόταν η θεία Ερμιόνη, μια γλυκιά και καλοσυνάτη κυρία που ζούσε στο Παρίσι. Τους επισκεπτόταν συχνά και η Βανέσσα την συμπαθούσε πολύ. Όχι μόνο για την καλοσύνη και την αγάπη που είχε για τα παιδιά αλλά και για τα αμέτρητα γλυκίσματα που της έφερνε. Σοκολάτες, γλειφιτζούρια, καραμέλες και οτιδήποτε άλλο ένα παιδί μπορεί να φανταστεί. Φορούσε πάντα ένα μαντήλι και μύριζε τριαντάφυλλο. Ντυνόταν πάντα πολύ κομψά και είχε ένα αριστοκρατικό περπάτημα. Η Βανέσσα την χάζευε κάθε φορά. Ήταν τόσο χαρούμενη που θα ερχόταν.
Όταν τελείωσαν το φαγητό, βγήκε έξω στην αυλή να παίξει, έχοντας ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο της. Έκλεινε τα μάτια της και σκεφτόταν βουνά από καραμέλες και σοκολατένιους καταρράκτες. Αχ πόσο ήθελε να ανοίξει τα μάτια της και να είναι όλα αλήθεια.
Οι μέρες πέρασαν σαν νερό. Η θεία Ερμιόνη έφτανε από στιγμή σε στιγμή. Ο παππούς φόρεσε τα καλά του ρούχα και περίμενε υπομονετικά παίζοντας με το κομπολόι του. Η γιαγιά, έριξε μια τελευταία ματιά στον φούρνο, όπου ψηνόταν το φαγητό. Το σπίτι άστραφτε από καθαριότητα και η Βανέσσα καθόταν ακίνητη στην καρέκλα δίπλα στον παππού για να μην κάνει καμιά ζημιά. Φόρεσε το αγαπημένο της κόκκινο φουστάνι και τα μαύρα γυαλιστερά της παπουτσάκια.
Η ώρα περνούσε, και είχε αρχίσει να βαριέται λίγο. Κουνούσε πέρα δώθε τα πόδια της. Πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα της για να χασμουρηθεί άκουσε τον ήχο του αυτοκινήτου. Η θεία Ερμιόνη είχε φτάσει. Πετάχτηκε από την καρέκλα σαν ελατήριο και αμέσως έτρεξε προς την πόρτα. Ο παππούς και η γιαγιά την ακολούθησαν.
-Θεία Ερμιόνη, θεία Ερμιόνη. Επιτέλους ήρθες, αναφώνησε.
Έτρεξε προς το μέρος της, αγκαλιάζοντας την σφιχτά. Τα μαλλιά της, κατευθείαν πήραν την μυρωδιά του αρώματος της. Μοσχομύριζε τριαντάφυλλο.
-Πόσο μου έλειψες μικρή μου νεραΐδα. Μα κάθε φορά που σε βλέπω είσαι και πιο όμορφη. Μήπως κρυφά πίνεις κάποιο μαγικό φίλτρο ομορφιάς; της είπε εκείνη χαμογελώντας.
-Μα... Θεία Ερμιόνη δεν υπάρχει μαγεία, είπε τολμηρά η Βανέσσα. Όλα αυτά που διαβάζουμε στα παραμύθια είναι απλώς ιστορίες για να κοιμόμαστε εμείς τα παιδιά.
-Ώστε έτσι πιστεύεις ε; Ίσως μια μέρα αλλάξεις γνώμη, της είπε δίνοντας της ένα σβουριχτό φιλί στο μάγουλο.
Όλοι μαζί μπήκαν στο σπίτι. Η Βανέσσα χοροπηδούσε ασταμάτητα γύρω από την θεία Ερμιόνη. Όλοι είχαν καταλάβει τον λόγο. Περίμενε πως και πως να ανοίξει η σακούλα με τα γλυκά. Όταν ο παππούς της είπε πως θα τα άνοιγε μετά το φαγητό, κατσούφιασε. Δεν έβλεπε την ώρα!
Έκατσε κάπως θυμωμένη στο τραπέζι αλλά όχι για πολύ. Με το που άκουσε την Θεία Ερμιόνη να μιλά για το Παρίσι και τα ταξίδια της, τα ξέχασε όλα. Τα περιέγραφε τόσο ωραία. Μπορούσε να κάθετε ώρες ολόκληρες και να την ακούει.
Όταν τελείωσαν με το φαγητό, η θεία κατευθύνθηκε προς το σαλόνι, όπου είχε αφήσει τα πράγματα της. Η Βανέσσα αμέσως γούρλωσε τα μάτια. Το πρόσωπο της έλαμψε. Σε πολύ λίγα λεπτά θα κρατούσε στα χέρια της μια μεγάλη σακούλα με τα πιο νόστιμα γλυκά του κόσμου, σκέφτηκε.
Το χαμόγελο της όμως, χάθηκε γρήγορα. Η θεία Ερμιόνη, άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα μικρό τετράγωνο αντικείμενο με μπλε περιτύλιγμα. Η Βανέσσα δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε μέσα. Το μόνο σίγουρο ήταν, πως δεν είχε μέσα τα αγαπημένα της γλυκίσματα.
-Νεραϊδούλα μου, έλα να δεις τι σου έφερα, της είπε η θεία Ερμιόνη γεμάτο ανυπομονησία.
Εκείνη, περπάτησε προς τα εκεί και της είπε:
-Τι είναι αυτό θεία;
-Άνοιξε το και θα δεις. Είμαι σίγουρη πως θα σου αρέσει πολύ, της είπε εκείνη.
Η Βανέσσα έσκισε το μπλε περιτύλιγμα περιμένοντας έστω και την τελευταία στιγμή να αντικρύσει μια μικρή σοκολάτα. Μάταιος κόπος. Η θεία Ερμιόνη της είχε φέρει ένα παραμύθι. Χαμογέλασε γλυκά όμως η απογοήτευση φανερά αποτυπώθηκε στα μικρά της μάτια.
-Σε ευχαριστώ πολύ θεία! Φαίνεται υπέροχο, είπε.
-Το βράδυ θα έρθω στο δωμάτιο σου να το διαβάσουμε παρέα. Μέχρι τότε μπορείς να ξεφυλλίσεις τις εικόνες αν θέλεις, της είπε εκείνη και επέστρεψε αμέσως στο τραπέζι.
Η Βανέσσα, πήρε το παραμύθι και πήγε στο δωμάτιο της. Το άφησε στο πάτωμα χωρίς καν να το κοιτάξει. Είχε απογοητευτεί. Τα γλυκά, ζούσαν πλέον μόνο στις σκέψεις της. Μακάρι να γινόταν κάτι και να εμφανιζόταν μπροστά της μια τεράστια σοκολάτα με αμύγδαλα ή έστω ένα παγωτό φράουλα που ήταν και το αγαπημένο της, σκέφτηκε.
Το βράδυ, η θεία Ερμιόνη πήγε στο δωμάτιο της για να διαβάσουν μαζί το παραμύθι όπως της υποσχέθηκε. Άνοιξε την πόρτα και αμέσως όλο το δωμάτιο μύρισε τριαντάφυλλο. Κάθισε στο κρεβάτι, την πήρε αγκαλιά και ξεκίνησαν να το διαβάζουν. Η θεία, ψέλλισε τον τίτλο: Η νεράιδα και τα μπισκότα που μοίραζαν αγάπη!
Το παραμύθι, μιλούσε για μια μικροσκοπική νεράιδα όπου στον παραμυθένιο κόσμο που ζούσε, μοίραζε μπισκότα αγάπης. Τα έδινε σε μαγικά πλάσματα που δεν είχαν μάθει να αγαπούν. Έτσι, μόλις τα έτρωγαν σταματούσαν τις ανόητες πράξεις.
Της το διάβασε όλο και είδαν μαζί τις εικόνες. Η Βανέσσα, είχε νυστάξει για τα καλά. Λίγο πριν κοιμηθεί, μια φωνή της ψιθύρισε στο αυτί.
-“Μπορείς και εσύ να έχεις μπισκότα αγάπης. Αν ψάξεις στο μεγάλο ντουλάπι θα τα βρεις. Αλλά να θυμάσαι, δεν είναι μόνο για σένα. Ψάξε να βρεις αυτούς που πραγματικά χρειάζονται την αγάπη. Αυτό θα είναι το μυστικό μας”. Όνειρα γλυκά μικρή μου…
Η Βανέσσα αποκοιμήθηκε. Ονειρεύτηκε νεράιδες να πετούν σε σύννεφα από σοκολάτα και μπισκότα να αιωρούνται.
Ξύπνησε νωρίς το άλλο πρωί. Άνοιξε τα μάτια της, και σκεφτόταν τα λόγια που είχε ακούσει.
-Όλα θα είναι στην φαντασία μου. Άλλωστε δεν υπάρχουν νεράιδες και μαγικά φίλτρα. Είναι απλώς ιστορίες, σκέφτηκε.
Ντύθηκε γρήγορα και πήγε στην κουζίνα. Ο παππούς, η γιαγιά και η θεία Ερμιόνη έπιναν καφέ στην αυλή και συζητούσαν. Τους καλημέρισε χαμογελώντας. Έπειτα ο παππούς της είπε:
-Βανέσσα μου, έχω ετοιμάσει το πρωινό σου στο τραπέζι. Να φας και μην ξεχάσεις το γάλα σου!
-Εντάξει παππού, είπε σκυθρωπά η Βανέσσα. Είχε ξεχάσει για λίγο αυτό το μαρτύριο. Σήμερα όμως δεν θα την γλίτωνε. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα και έκατσε στο τραπέζι. Εκεί, είδε το ντουλάπι μισάνοιχτο. Θα το ξέχασε η γιαγιά, σκέφτηκε. Αφού έφαγε μια μπουκιά από το ψωμάκι της πήγε προς τα εκεί για να το κλείσει. Ξάφνου, θυμήθηκε τα λόγια: “Αν ψάξεις στο μεγάλο ντουλάπι θα τα βρεις. Αλλά να θυμάσαι, δεν είναι μόνο για σένα. Ψάξε να βρεις αυτούς που πραγματικά χρειάζονται την αγάπη”.
Έσκυψε και άρχισε να ψάχνει με μανία στο ντουλάπι. Τα είχε κάνει όλα άνω κάτω. Δεν τα έβρισκε πουθενά. Μα πως πίστεψε ότι μπορεί να υπάρχουν στα αλήθεια; Πήγε να κλείσει το ντουλάπι, όταν έκπληκτη είδε με την άκρη του ματιού της ένα μικρό κουτάκι κάτω από το βάζο με το μέλι.
Μπισκότα ζάχαρης με κομματάκια φράουλας! Ήθελε τόσο πολύ να δοκιμάσει. Τα άνοιξε κρυφά, πήρε ένα και έπειτα έκλεισε το κουτί γιατί φοβόταν μήπως την δουν. Γύρισε στο τραπέζι. Ίσα που είχε προλάβει να ανοίξει το στόμα της για να φάει το μπισκότο, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ο παππούς, η γιαγιά και η θεία Ερμιόνη μπήκαν στο σπίτι. Η Βανέσσα, πέταξε το μπισκότο μέσα στο ποτήρι με το γάλα για να μην την καταλάβουν.
-Ακόμα να πιείς το γάλα σου; Της είπε η γιαγιά.
-Αν δεν σε πειράζει γιαγιά, θα μπορούσα να πάρω το ποτήρι μου και να πάω δίπλα στην τηλεόραση ; Μου αρέσει να χαζεύω στην οθόνη.
-Άντε πήγαινε, της είπε γλυκά. Αλλά να κάνεις γρήγορα. Μην αργήσεις πάλι.
Η Βανέσσα, πήρε κρυφά το γάλα και πήγε δίπλα στην τηλεόραση. Έκατσε σε μια κουνιστή καρέκλα που είχε εκεί, γύρισε την πλάτη της για να μην την βλέπουν και έβαλε τα μικρά της δαχτυλάκια μέσα στο ποτήρι. Τράβηξε το μπισκότο και το έκανε μια χαψιά.
-Μμμ.. πόσο νόστιμο είναι, αναφώνησε.
Μεμιάς ήπιε και το γάλα της, το οποίο είχε πάρει γεύση από τα μπισκότα.
-Σίγουρα τα μπισκότα της αγάπης είναι μαγικά, σκέφτηκε. Αγάπησα το γάλα αμέσως μόλις τα δοκίμασα.
Όταν γύρισε από το σχολείο, πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της, ξάπλωσε στο κρεβάτι της και έφτιαξε μια λίστα με τα άτομα που χρειάζονταν μπισκότα.
Στο κουτί, δεν είχε τόσα πολλά, οπότε έπρεπε να κάνει σωστές επιλογές και να σκεφτεί αυτούς που πραγματικά έπρεπε να δοκιμάσουν. Ξεκίνησε με τον Οδυσσέα, έναν συμμαθητή της που ήταν πολύ σκανταλιάρης και κορόιδευε όλα τα παιδιά. Συνέχεια έβαζε κόλλα στην καρέκλα της δασκάλας και έσπαγε με πέτρες τα τζάμια της τάξης. Ένα μπισκότο, θα τον έκανε σίγουρα να μετανιώσει για όλα.
Μετά, συνέχισε με τον στρυφνό παντοπώλη του χωριού. Αυτός σίγουρα χρειαζόταν ένα μαγικό μπισκότο, σκέφτηκε η Βανέσσα. Κάθε φορά που πήγαιναν με τους φίλους της εκεί και του ζητούσαν καραμέλες, πάντα φώναζε και τους έδιωχνε λέγοντας τους πως θα χαλάσουν τα δόντια τους. Το μπισκότο, θα μαλάκωνε την καρδιά του.
Σκέφτηκε κάμποσους ακόμα. Όταν τελείωσε με το μέτρημα αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε, ήταν απόγευμα πια. Ήθελε να πάει στην κουζίνα και να πάρει τα μπισκότα. Για την ακρίβεια, ήθελε να φάει και λίγα!
Περπάτησε σιγά σιγά μέχρι εκεί για να μην την πάρουν χαμπάρι. Λίγο πριν φτάσει, άκουσε ομιλίες. Ο παππούς, η γιαγιά και η θεία Ερμιόνη συζητούσαν. Κοντοστάθηκε και τους άκουσε για λίγο.
-Θα είναι πραγματικά ευτυχισμένη μαζί μου στο Παρίσι. Δεν θα της λείψει τίποτα. Άλλωστε την έχετε μεγαλώσει τόσο σωστά μέχρι τώρα που δεν φοβάμαι για τίποτα, είπε η Θεία Ερμιόνη.
-Αυτό θέλουμε και εμείς. Να είναι για πάντα ευτυχισμένη, είπε η γιαγιά.
Η Βανέσσα, δεν πίστευε στα αυτιά της. Η θεία Ερμιόνη ήθελε να την πάρει μαζί της στο Παρίσι. Δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Μήπως επειδή έκανε αρκετές ζαβολιές και ζημιές στο σπίτι όταν ήταν πιο μικρή;, απορούσε. Επειδή έτρωγε πολλά γλυκά; Tι είχε συμβεί;
Περίμενε λίγη ώρα και όταν έφυγαν από την κουζίνα, πήγε κατευθείαν στο ντουλάπι. Πήρε τα μπισκότα και πήγε στο δωμάτιο της. Ήταν τόσο στεναχωρημένη με αυτά που είχε ακούσει. Ήθελε πολύ βέβαια να πάει στο Παρίσι, αλλά σκεφτόταν τον παππού και την γιαγιά της. Για να γλυκαθεί, έφαγε ένα μπισκότο από το κουτί. Κι άλλο ένα, κι άλλο ένα. Σχεδόν το είχε αδειάσει. Κάποια στιγμή σταμάτησε. Το άφησε κάτω από το κρεβάτι της.
Οι σκέψεις δεν την άφηναν να ησυχάσει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Για αρκετή ώρα ήταν ακίνητη. Ξαφνικά, της ήρθε μια ιδέα! Πήρε και πάλι το κουτί, το άνοιξε και είδε πόσα μπισκότα είχαν απομείνει. Μόνο 2! Έπειτα, ακούστηκε μια φωνή. Ήταν ο παππούς.
-Βανέσσα έλα! Είναι η ώρα να φάμε.
Η αλήθεια είναι πως δεν είχε όρεξη για φαγητό. Και από την στεναχώρια της αλλά και επειδή η κοιλιά της είχε γεμίσει από τα μπισκότα.
Έτρεξε παρ’ όλα αυτά στην κουζίνα, κρατώντας τα στο χέρι της.
Μόλις έκατσε στην καρέκλα, τα ακούμπησε στο τραπέζι και έπειτα είπε στον παππού και την γιαγιά:
Τι θα λέγατε μετά το φαγητό να δοκιμάζατε αυτά τα ωραία μπισκοτάκια; Μας τα έκανε δώρο ο παντοπώλης σήμερα το πρωί που περάσαμε και σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο να τα μοιραστούμε.
Η θεία Ερμιόνη, την κοίταζε έκπληκτη. Δεν καταλάβαινε τον λόγο που η μικρή έλεγε ψέματα. Περίμενε υπομονετικά να δει τι είχε σκαρφιστεί με το μυαλό της, χωρίς να της πει κάτι.
-Ευχαριστούμε μικρή μου, είπαν με μια φωνή ο παππούς και η γιαγιά.
Αφού τελείωσαν το φαγητό τους, τα έφαγαν. Η Βανέσσα τους κοιτούσε που τα μασουλούσαν. Περίμενε πως αμέσως θα έλεγαν κάτι. Τίποτα δεν έγινε. Η γιαγιά και ο παππούς απλώς συνέχισαν να μιλούν με την θεία Ερμιόνη.
Τότε η μικρή, χτύπησε το χέρι της στο τραπέζι και φώναξε δυνατά: Δεν θέλω να πάω στο Παρίσι!
Όλοι έμειναν έκπληκτοι και την κοιτούσαν κάπως παράξενα.
Ο παππούς τότε, πήρε τον λόγο.
-Μα ποιο Παρίσι; Tι είναι αυτά που λες μικρή μου; Τρελάθηκες;
-Σας άκουσα που το λέγατε πριν, είπε θυμωμένα εκείνη.
Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
Είχε μόλις ξημερώσει….
Ξύπνα μικρή μου..! Είναι ώρα για το σχολείο, ακούστηκε μια φωνή. Η Βανέσσα, άνοιξε τα μάτια της. Ήταν στην αγκαλιά της θείας Ερμιόνης. Εκείνη κρατούσε το παραμύθι στα χέρια της.
Την κοίταξε καλά και ίσα που μουρμούρισε μια καλημέρα. Ντύθηκε πολύ γρήγορα και αμέσως έτρεξε στην κουζίνα. Έψαχνε μανιωδώς το κουτί με τα μπισκότα. Η γιαγιά και ο παππούς την σταμάτησαν.
-Μα τι έπαθες εσύ και τρέχεις έτσι σαν τον σίφουνα; της είπαν
-Ψάχνω το μικρό κουτί με τα μπισκότα. Εδώ το είχα αφήσει εχθές.
-Για ποια μπισκότα μιλάς; αναρωτήθηκε ο παππούς. Μήπως είσαι άρρωστη και παραμιλάς από τον πυρετό;
Η μικρή τα είχε χάσει. Τους κοιτούσε σαν χαμένη.
Τότε η θεία Ερμιόνη, ήρθε προς το μέρος της. Κρατούσε ένα μικρό κουτί στα χέρια της. Την κοίταξε γεμάτο γλυκύτητα και της είπε:
-Αυτά ψάχνεις; Tα είχα κρύψει κάτω από το κρεβάτι σου. Θα σου τα έδινα σήμερα. Είναι πεντανόστιμα. Με κομματάκια φράουλας, όπως ακριβώς σου αρέσουν.
Η μικρή τότε, χαμογέλασε γλυκά. Κατάλαβε αμέσως τι είχε γίνει. Όλα ήταν ένα όνειρο. Αγκάλιασε σφιχτά την θεία Ερμιόνη. Εκείνη, την πήρε αγκαλιά και της ψιθύρισε στο αυτί:
-Μήπως τώρα άρχισες να πιστεύεις στην μαγεία των παραμυθιών;
Εκείνη γέλασε δυνατά. Με αυτό το παιδικό και αθώο γέλιο που τους μαλάκωνε όλους. Αφού ήπιε το γάλα της πήρε το δρόμο για το σχολείο. Έδωσε στον καθένα από ένα φιλί και ένα μπισκότο με την υπόσχεση να την αγαπούν για πάντα.
Αυτή ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της. Μιας ζωής γλυκιάς, όπως ακριβώς τα μπισκότα αγάπης.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…
Κείμενο: Παναγιώτα Παπαδοπούλου
Εικονογράφηση: Μαρία Τερμετζίδου
ΤΑ ΜΠΙΣΚΟΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Παραμύθι
Άψογο κ πολυ ευχαριστο
Πολύ ωραίο παραμύθι!!!!!
Πολύ ωραίο παραμύθι!!!!
Παραμύθι διχως κάποιος νόημα…