Το μοναδικό φως που έσπαγε το σκοτάδι του δωματίου ήταν εκείνο της σόμπας που έκαιγε κάθε βράδυ. Κυριαρχούσε απόλυτη σιωπή. Κανείς δε μιλούσε, ήταν η ώρα της ημέρας που όλοι ηρεμούσαν. Την απόλυτη αυτή ηρεμία χαλούσε κάποιες στιγμές ένα ελαφρύ ροχαλητό της μικρής Ρόζας. Η Ρόζα ήταν το μικρό, νεοφερμένο σκυλάκι στο σπίτι της οικογένειας. Λάτρευε να κοιμάται στο χαλάκι που ήταν αφημένο δίπλα απ’ τη σόμπα. Ένιωθε πια μόνο αγάπη και ζεστασιά σε εκείνο το σπίτι.
Κάποια στιγμή, μέσα στην ηρεμία και τη σιωπή, όπως κοιμόταν η μικρή σκυλίτσα άρχισε να τρέμει. Ο Τάσης την είδε και την πλησίασε για να την ηρεμήσει. Ο Τάσης ήταν το μικρό αγόρι που την έσωσε απ’ τη δύσκολη ζωή του δρόμου. Ο φύλακας άγγελος της. Έφτασε κοντά της, τη χάιδεψε απαλά και την πήρε στην αγκαλιά του. Η μικρή ξύπνησε, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και ακούμπησε ήρεμη πια το κεφάλι της στο στήθος του.
«Ηρέμησε, Ρόζα... ήταν απλώς ένας εφιάλτης. Δεν πρόκειται να ξανά γυρίσεις στον δρόμο» της είπε όντας σίγουρος για αυτό που προκάλεσε το τρέμουλο της. Η Ρόζα έβλεπε όνειρο, ένα όνειρο που ήταν σίγουρος πως έβλεπε κάθε βράδυ. Σκεφτόταν πως η ευτυχία της δε θα ήταν μακροχρόνια και πως σίγουρα θα επέστρεφε στο δρόμο. Αυτό έβλεπε στο όνειρο της. Τη φρικτή της ζωή, εκείνη που αναγκάστηκε να ζήσει απ’ όταν βρέθηκε νεογέννητο κουτάβι σε ένα χωράφι μέχρι που αντίκρισε τα σκούρα μάτια εκείνου του αγοριού, εκείνου που την έσωσε και την αγάπησε με όλη του την καρδιά.
«Γεννήθηκα σε ένα χωράφι στη μέση του πουθενά. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είδα γύρω μου να με έχουν περικυκλώσει 5 γάτες. Από εκείνες τις καλές, όμως. Για αυτό τις αγαπώ. Τις συνήθισα από τότε. Με εκείνες μεγάλωσα, τη μαμά μου τη σκότωσαν. Ξέρεις πως είναι να δολοφονούν τη μαμά σου; Γάβγιζε πολύ, έλεγαν, κι όλο τους δημιουργούσε προβλήματα. Για αυτό τη σκότωσαν, για να ησυχάσουν. Και έτσι, ξύπνησα εγώ μια μέρα χωρίς μαμά. Με μοναδική συντροφιά μια αγέλη από γάτες που μου έκαναν παρέα απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν ήταν εύκολη η ζωή μου. Ξυπνούσα απ’ τα χαράματα, άκουγα τα φορτηγά να περνούν με απίστευτη ταχύτητα τον δρόμο και φώναζα στα γατιά για να τα προστατέψω, να σταματήσουν να πετάγονται έτσι και να προσέχουν περισσότερο. Δεν άντεχαν άλλο τα μάτια μου να βλέπουν μικρά γατάκια να τα σκοτώνουν και να συνεχίζουν να οδηγούν αδιάφοροι. Ύστερα, έκοβα βόλτες στα γύρω σπίτια για να βρω κάτι να φάω. Μάταια. Τα σκουπίδια που πετούσαν δεν ήταν αρκετά για όλους. Τσακωνόμουν συνεχώς με τα άλλα αδέσποτα για ένα μικρό κομμάτι κρέας. Ήμουν μωρό, ήθελα μόνο τη μαμά μου. Τη χρειαζόμουν κάθε φορά που πεινούσα και έκλαιγα κάτω απ’ τα χορτάρια, κάθε φορά που έβρεχε και δεν είχα που να πάω, κάθε φορά που γέμιζα με λάσπες και δεν έφτανα να καθαρίσω όλο μου το σώμα, κάθε φορά που συναντούσα ανθρώπους και με προσπερνούσαν αδιάφορα, κι αν τους ακολουθούσα ζητώντας αθόρυβα τη βοήθεια τους άλλαζαν δρόμο. Ήθελα βοήθεια και δε μου την έδινε κανείς. Τα βράδια έπαιρνα τις φίλες μου τις γάτες και τρέχαμε σε κάτι μαγαζάκια εκεί κοντά που κάποιοι καλοί άνθρωποι μας έβαζαν φαγητό και νερό. Θα τους θυμάμαι για πάντα. Όλους. Άλλα πιο πολύ απ’ όλους, θα θυμάμαι πάντοτε εκείνη και τα πανέμορφα μάτια της.
«Θα σου βρω σπιτάκι» μου είπε και με σήκωσε στην αγκαλιά της, με έβαλε σε ένα αυτοκίνητο και με πήρε μακριά. Μπήκα σε ένα σπίτι. Το πιστεύεις; Κοιμήθηκα σε κανονικό κρεβάτι. Δίπλα στη σόμπα. Τη λατρεύω τη σόμπα. Λατρεύω τη ζέστη. Ένιωθα πια ασφαλής. Ένιωθα πως είχα τη μαμά μου μαζί μου. Δε φοβόμουν τίποτα, ήμουν δυνατή. Είχα φαγητό, είχα νερό, είχα αγάπη, οι σταγόνες της βροχής δε χτυπούσαν με μανία το κορμί μου. Ήμουν ευτυχισμένη. Την επόμενη φορά που θυμάμαι να άνοιξα τα μάτια μου αντίκρισα ένα πλατύ χαμόγελο. Ήταν εκείνου. Πώς να ξεχάσω εκείνον; Είναι αυτός που βλέπεις τώρα να κοιμάται στον καναπέ. Όλο κοιμάται. Ξυπνάει μόνο για να με πάει βόλτα. Ξέρω ότι με αγαπάει. Το βλέπω και το νιώθω. Με αγάπησε απ’ την πρώτη στιγμή που με είδε. «Μυρίζει σαν τριαντάφυλλο» είπε μόλις με κράτησε πρώτη φορά στην αγκαλιά του. Για αυτό και με έβγαλε Ρόζα. Το λατρεύω το όνομά μου και λατρεύω κι αυτόν. Κι ας βγαίνω στην αυλή της γιαγιάς που γεμίζω με λάσπες τα πατουσάκια μου και δε μυρίζω πια τριαντάφυλλο. Με λατρεύει κι εκείνος. Γιατί σώσαμε ο ένας τον άλλον. Εκείνος με έσωσε από βέβαιο θάνατο, από μια άσχημη ζωή γεμάτη δυσκολίες και εγώ του χάρισα την απόλυτη αγάπη. Λατρεύω να ξαπλώνω στα πόδια του. Δε μου θυμίζουν το σκληρό χώμα σε εκείνο το χωράφι. Είναι μαλακά και ζεστά. Δεν κρυώνω πια. Έχω τη σόμπα. Δεν ψάχνω στα σκουπίδια, του γαβγίζω για να μου δώσει φαγητό κρυφά απ’ τη μαμά. Την αγαπώ κι αυτή αλλά με μαλώνει όταν τρώω πολύ. Δε φοβάμαι πια. Έχω τον Τάση. Κι αυτός δεν πρέπει να φοβάται για τίποτα γιατί έχει εμένα. Και θα κάνω τα πάντα για αυτόν, γιατί είναι ο Τάσης μου κι εγώ η Ρόζα του. Με έσωσε και θα τον σώσω με κάθε τίμημα. Κι αν χρειαστεί για αυτόν να ξανά γυρίσω σε εκείνο το χωράφι, θα γυρίσω. Γιατί είμαι σίγουρη πως θα έρθει να με ξανά σώσει. Πάντα θα έρχεται και πάντα θα τον περιμένω. »
Η Ρόζα έλεγε την ιστορία της στη Ζιζέλ, την κολλητή της φίλη, και τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Την αποχαιρέτησε, γύρισε απ’ το μπαλκόνι ξανά στο σαλόνι και ξάπλωσε στα μαλακά, ζεστά πόδια του. Της χαμογέλασε, εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του και αποκοιμήθηκε. Και εκείνη τη μέρα δεν είδε εκείνο το κακό όνειρο. Για την ακρίβεια, δεν το ξανά είδε ποτέ. Γιατί συνειδητοποίησε πως ήταν πια ασφαλής και γεμάτη αγάπη. Και ήξερε πως ακόμα κι αν κάποιος το χαλάσει αυτό, ο Τάσης θα την ξαναβρεί και θα την ξανα σώσει. Το ήξερε. Και εκείνος το ήξερε. Και θα το έκανε χωρίς καμία αμφιβολία.
~ Ακόμα μια ιστορία, μια αληθινή ιστορία μιας πολύ αγαπημένης σκυλίτσας που πέρασε δύσκολα τις πρώτες μέρες της ζωής της όμως βρέθηκε ένας άνθρωπος να τη σώσει και να την αγαπήσει με όλη του την καρδιά. Γιατί δεν τον ένοιαξε στιγμή που δεν ήταν ρατσάτη, που άφηνε παντού τις τρίχες της και γάβγιζε με μανία. Αγάπησε τα τέλεια ελαττώματα της και της χάρισε μια ζωή γεμάτη ευτυχία. Έσωσε ένα αδέσποτο και μπορείς να το κάνεις κι εσύ!
Κείμενο: Κάτια Σταύρου
Εικόνες: www.paidika-paramythia.gr
Υπέροχο!!!
Συγχαρητήρια 👏 ακόμα ένα…