Από τόσο δα μικρό σποράκι θυμάμαι ένα μεγάλο, ζεστό χέρι να με κρατάει με αγάπη και μια πολύ γλυκιά φωνή να μου μιλά. Να με βάζει τρυφερά στο χώμα και σκεπάζοντάς με να εύχεται να μεγαλώσω και να γίνω. Να γίνω… «τι να γίνω;» σκεφτόμουν τότε. Τώρα ξέρω… ΈΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΝΤΡΟ γεμάτο με πολλά και ζουμερά κεράσια. Και πώς να μην γίνω; Αφού κάθε λίγο και λιγάκι μου μιλούσε, μου τραγουδούσε και με χάιδευε σαν μικρό παιδί. Και κάθε μέρα όλο και περισσότερο έλαμπαν τα μεγάλα γκριζογάλανα μάτια του όλο αγάπη και γω μέρα με την μέρα ψήλωνα και φούντωνα. Έμαθαν οι ρίζες μου, τα κλωναράκια μου και το φύλλωμά μου εκτός από το νερό και τον ήλιο να χουν ανάγκη και την αγάπη του. Έτσι μεγάλωνα.
Κάθε Ιούνιο απαντούσα σε αυτή τη φροντίδα με τον τρόπο μου. Τα κεράσια μου ξεχώριζαν σε μέγεθος και γεύση. Φυσικά αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από τα παιδιά της γειτονιάς. Σχεδόν έναν μήνα τα φιλοξενούσα πάνω στα κλαδιά μου. Σκαρφάλωναν όλο χάρη και σβελτάδα, βρίσκανε μια καλή θέση στα αναπαυτικά κλαδιά μου και αυτό ήταν. Το μόνο που ακουγόταν ανάμεσα στα γέλια τους ήταν ο ήχος που έκαναν τα κουκούτσια πέφτοντας στην αυλή. Γιατί από την γλυκιά φωνή που γνώριζα από σποράκι τίποτα, κουβέντα, δεν τα μάλωνε ποτέ. Μόνο τη χαρά του ένιωθα για τους μικρούς μας φίλους, που τους πρόσεχε υπομονετικά και διακριτικά πίσω από το παράθυρο. Καμιά φορά βέβαια εμφανιζόταν να κατεβάσει απ’ τα κλαδιά μου κάποιο παιδάκι που δεν τα κατάφερνε αλλά και πάλι δήθεν τα μάλωνε:
- «Μην ανεβαίνετε, θα πέσετε. Και συ που πήγες τόσο ψηλά; Κατέβα γρήγορα!!».
‘Άλλοτε πάλι θυμάμαι, αφού ευχαριστιόταν τα μεσημέρια του κάτω από τη σκιά μου, μόλις δρόσιζε λίγο μάζευε με τις σακούλες τα κεράσια μου να τα μοιράσει στους γείτονες.
Τον Απρίλη δεχόμουν ένα αηδόνι, κάθε χρόνο το ίδιο. Έμαθα να το περιμένω με λαχτάρα. Όλο το βράδυ μου κρατούσε συντροφιά με το πανέμορφο κελάηδημα του. Μέχρι να ξημερώσει με μάγευε με τη φωνή του και καθισμένο στο πιο ψηλό κλαδί μου εξιστορούσε τις περιπέτειες του από τις μακρινές, ζεστές χώρες.
Τον χειμώνα πάλι, γέμιζαν τα κλαδιά μου χιόνι. Ονειρεμένο ήταν όπως έπεφτε πυκνό και πολύ, σε μεγάλες νιφάδες που λαμποκοπούσαν, ιδίως το βράδυ με το φως του φεγγαριού. Ονειρεμένο… αλλά και τόσο παγωμένο… ο άνθρωπός μου και πάλι με προστάτευε. Καθάριζε τα κλαδιά μου απ’ το χιόνι μην σπάσουν από το βάρος. Μάλιστα έναν χειμώνα που ήταν πραγματικά πολύ βαρύς και κρύος μέχρι που σκέπασε τις ρίζες μου να μην παγώσω και κάθε πρωί ερχόταν όλο ανησυχία μέχρι να καταλάβει ότι ήμουν καλά και όλο μου μιλούσε και με κοιτούσε με τόση ζεστασιά που έφτανε βαθιά μες τον κορμό μου και με ζέσταινε σαν ήλιος. Τόσο που την άνοιξη πάντα του χαμογελούσα μέσα από τα φύλλα και τα μπουμπούκια μου και του ετοίμαζα τα πιο γλυκά κεράσια… γιατί και γω τον αγαπούσα.
Άλλωστε το γεγονός ότι είμαι δέντρο δε σημαίνει ότι δεν αγαπώ. Ίσα ίσα να ξέρεις ότι τα δέντρα και νιώθουν και σε ακούν και πονάνε και αγαπάνε. Φύτεψε ένα δέντρο και συ μικρέ μου φίλε, φρόντιζέ το να μεγαλώσει, δώσε του αγάπη και θα το διαπιστώσεις…
«Αφιερωμένο στον παππού μου»
-- Μυρτώ Πετροπούλου
Η κερασιά στην αυλή μου.
Τα δέντρα στο χωριό.
Αυτό το παραμύθι είναι ότι
η κερασιά στην αυλή μου
Πολύ όμορφο και τρυφερό.
Παραμύθι
Μπράβο
Η ΚΕΡΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΟΥ