Άγιος Βασίλης

Οι καλικάντζαροι, όπως όλοι πολύ καλά ξέρουμε, είναι εκείνα τα τρομακτικά και άσχημα πλάσματα που ζούνε κάτω από τη γη. Μόνη τους έγνοια όλο το χρόνο είναι να πριονίζουν το δέντρο που τη κρατάει. Χρόνια και χρόνια παλεύουν να το κόψουν όμως ποτέ δεν τα καταφέρνουν.

Ο Μάξιμος όπου σταθεί κι όπου βρεθεί λέει πως ο παππούς του έχει ταξιδέψει σ’ όλο τον κόσμο.

- Παππού θέλεις να είσαι ο αρχηγός μου στα ταξίδια που θα κάνω όταν μεγαλώσω;

- Ο ξεναγός σου θέλεις μάλλον να πεις, απαντά εκείνος και γελάει τρανταχτά. Φυσικά, και θέλω!

Μια φορά και έναν καιρό ... παραμονή Χριστουγέννων, αφού ο Άγιος Βασίλης μοίρασε όλα τα δώρα στα παιδιά, έφυγε ευχαριστημένος με το έλκηθρό του για το χωριό. Εκεί τον περίμενε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, η Αγιο-Βασιλίνα, τα ξωτικά και οι τάρανδοι... Θα διασκέδαζαν όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο, θα έτρωγαν και θα άκουγαν τις εμπειρίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη. Καθώς περνούσαν υπέροχα, χόρευαν και τραγουδούσαν, τα ξωτικά περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν ιστορίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη και των ταράνδων. Ενώ λοιπόν, ξεκίνησε να εξιστορεί για όλα όσα του συνέβησαν και τις ανησυχίες που είχε, μπαίνοντας στα σπίτια, για να μη ξυπνήσει κάποιο παιδάκι και τον δει...

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν στο χωριό. Ο Άγιος Βασίλης είχες τόσες πολλές δουλειές που δεν είχε χρόνο ούτε να κοιμηθεί. Αμέτρητες παιδικές επιθυμίες που έπρεπε να εκπληρωθούν. Πήρε ένα φλιτζάνι τσάι και έκατσε στο γραφείο του. Άνοιξε το συρτάρι και έπιασε τον σκονισμένο χάρτη. Ένα χρόνο είχε να τον δει. Πήρε το κόκκινο μολύβι του και άρχισε αμέσως να σημειώνει τα σπίτια που θα επισκεπτόταν το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Είχε τόση δουλειά που σίγουρα θα τον έπαιρνε το βράδυ.