Έφτανε βράδυ σιγά-σιγά και ο Άι Βασίλης δεν είχε ακόμα σταματήσει να δουλεύει. Άλλωστε, πώς να το κάνει, από τη στιγμή που ξέρει, καλύτερα από τον καθένα, πως όλα τα παιδιά του κόσμου περιμένουν με αγωνία το δώρο του, όπως κάθε χρόνο. Η αλήθεια βέβαια ήταν ότι ένιωθε το σώμα του πολύ κουρασμένο από την πολλή δουλειά και τα μάτια του πολύ βαριά, οπότε έκατσε για λίγο στην αναπαυτική του πολυθρόνα.
Τη συνέχεια δεν είναι και τόσο δύσκολο να τη φανταστεί κανείς. Με το που κάθισε και έβαλε τα πόδια του επάνω σε ένα σκαμνί, ο Άι Βασίλης αποκοιμήθηκε σαν μωρό. Ως εδώ βέβαια, όλα καλά, κανένα απολύτως πρόβλημα. Εξάλλου, τι κακό μπορεί να υπάρχει, στο να ξεκουράζεται κανείς μετά από τη δουλειά του; Κι όμως, υπάρχει!
Αυτό, γιατί ο Άι Βασίλης δεν κοιμήθηκε για λίγη ώρα μόνο, αλλά για πολλή, πάρα πολλή, τόσο πολλή, που έφτασε σχεδόν το ξημέρωμα των Χριστουγέννων κι ακόμα δεν είχε ξυπνήσει! Κάπου εκεί όμως, από έναν ήχο που ακούστηκε από τα ξύλα στο τζάκι, ο Άι Βασίλης επιτέλους ξύπνησε. Κοίταξε αργά γύρω του, όπως κάνουμε, όταν προσπαθούμε να συνέλθουμε από τον ύπνο και να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε και τι ώρα, αν όχι και τι μέρα είναι και ξεκίνησε να σηκώνεται χωρίς να βιάζεται, όταν, ξαφνικά, του ήρθε στο νου ότι… ΞΗΜΕΡΩΝΑΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ ΉΤΑΝ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ!
Προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του και ταυτόχρονα να απομακρύνει από το μυαλό του τη σκέψη ότι δε θα προλάβει να δώσει τα δώρα εγκαίρως, άρχισε βιαστικά να φοράει τις μπότες του, τον σκούφο του, να χτυπάει ένα καμπανάκι, για να τον ακούσουν τα ξωτικά και να πάνε να τον βοηθήσουν και γενικά να κάνει ό,τι χρειάζεται, για να φύγει, έστω και καθυστερημένα, για το ταξίδι για την παράδοση των δώρων.
Εκείνη την ώρα, άρχισαν να εμφανίζονται μπροστά στον Άι Βασίλη πρόθυμα τα ξωτικά και να στοιχίζονται το ένα πίσω από το άλλο, περιμένοντας τις οδηγίες του. Ένα από αυτά, που ήταν από τα πιο παλιά στη δούλεψή του, μίλησε πρώτο από όλα και είπε:
- Καλημέρα καλέ μου Άγιε, πώς είσαι; Είδαμε με τα ξωτικά ότι κοιμόσουν πολύ βαθιά και δε θέλαμε να σε ενοχλήσουμε. Ελπίζουμε να ξεκουράστηκες για τη δουλειά που έχουμε μπροστά μας. Γιατί, όπως λες κι εσύ, τα δώρα δε θα ετοιμαστούν από μόνα τους!
- Καλά μου ξωτικά, ξέρω ότι σκέφτεστε πάντοτε το καλύτερο για μένα, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Γιατί, ναι, χρειαζόμουν ξεκούραση και σας ευχαριστώ που βοηθήσατε να την έχω, αλλά τώρα το αποτέλεσμα είναι να έχουμε μείνει πίσω στις ετοιμασίες μας, ενώ κοντεύουν Χριστούγεννα και μάλιστα, εγώ είμαι ακόμα εδώ τέτοια ώρα!
- Και πολύ καλά κάνεις και είσαι εδώ, γιατί εσύ θα μας δώσεις οδηγίες για το τι θες να κάνουμε σήμερα, τι είδους παιχνίδια χρειάζεται να φτιάξουμε, τι γλυκά να ψήσουμε και γενικά πώς να κάνουμε όλα αυτά που κάνει ο κόσμος τα Χριστούγεννα. Πού αλλού θα μπορούσες να είσαι δηλαδή, αν όχι εδώ, μαζί μας, τέτοιες εορταστικές ημέρες;
- Ωραία τα λες, αγαπητό μου ξωτικό, αλλά ξέρεις πολύ καλά ότι αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να είμαι ήδη πάνω στο έλκηθρό μου και να παραδίδω τα δώρα από σπίτι σε σπίτι και για την ακρίβεια, να τελειώνω και να ετοιμάζομαι να γυρίσω πίσω. Αντί για αυτό, όμως, καθόμαστε εδώ και συζητάμε και χάνουμε κι άλλο πολύτιμο χρόνο! Βιαστείτε!
- Καλέ μου Άγιε, αν μου επιτρέπεις, δε βρίσκω κανέναν απολύτως λόγο να βιαστούμε, ούτε εμείς, ούτε εσύ και αυτό, όχι μόνο γιατί, όποιος βιάζεται, σκοντάφτει, αλλά και γιατί… Πώς να στο πω… Τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς, όπως μας τα λες …
- Τι προσπαθείς να μου πεις; Άμα δηλαδή δεν πάω εγώ τα δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου, ποιός θα το κάνει; Ξημερώνουν Χριστούγεννα καλό μου! Μήπως το ξέχασες;
- Εγώ δεν ξέχασα τίποτα, καλέ μου Άγιε. Εσύ φαίνεται ότι ξέχασες κάτι σημαντικό.
- Και ποιο παρακαλώ είναι αυτό το τόσο σημαντικό που ξέχασα; Για να ακούσω!
- Αχ, Άγιε μου Βασίλη. Τα Χριστούγεννα δεν είναι σήμερα, αλλά αύριο! Χαλάρωσε!
Κείμενο: Αλέξανδρος Πανούσης
Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια