Σε μια κωμόπολη της Ελλάδας, σε άλλους γνωστή και σε άλλους εντελώς άγνωστη, ζούσε η Ειρήνη, μια νέα και όμορφη κοπέλα, που είχε την τύχη αλλά και την κατάρα να κρατά στις πλάτες της ένα τόσο βαρύ όνομα. Ειρήνη. Όλοι μας "ειρήνη" ευχόμαστε για τον κόσμο μας, όλοι αυτό θέλουμε κι όμως πολλές φορές το μίσος μας την κρύβει.
ελπίδα
Μία φορά σε μία πόλη, ήταν μαζεμένα πολλά περιστέρια σε μία πλατεία, όπως γίνεται άλλωστε σε πολλές πόλεις. Εκεί κάποιες φορές, τα τάιζαν οι περαστικοί, άλλοτε όχι, αλλά κάνανε κάθε μέρα το πρωινό τους συμβούλιο. Συζητούσαν πώς περάσανε τη μέρα τους, πού πετάξανε, πού υπάρχει καλό φαγητό, αν χάθηκε κάποιο, και άλλα πολλά.
«Άραγε, ποιος να μένει σε αυτό το μανιταρόσπιτο;», ρωτάνε τα σύννεφα. «Μα φυσικά, ποιος άλλος; Ο Χέρμαν!», απαντάει ο ήλιος. «Και ποιος είναι ο Χέρμαν;», ρωτάνε ξανά τα σύννεφα. «Δεν ξέρετε τον Χέρμαν; Ελάτε να σας τον γνωρίσω!», λέει ο ήλιος.
Μια φορά και έναν καιρό στον πλανήτη του Εμείς, υπήρχε ένα μεγάλο και ισχυρό βασίλειο, το βασίλειο του Εγώ. Ο βασιλιάς Εγωισμός και η βασίλισσα Ελπίδα διοικούσαν πολλά χρόνια, ήταν αυστηροί αλλά δίκαιοι με το λαό τους που τους υπάκουγε πιστά και έτσι δημιούργησαν ένα δυνατό βασίλειο.
Μια φορά κι έναν καιρό, στο μέρος της αρχαίας Ελλάδας που το έλεγαν Θράκη, ήταν μια πανέμορφη πριγκίπισσα, η Φυλλίς.
Δημοφιλή παραμύθια
- Εγώ φτιάχνω καλύτερα κεντήματα από ‘σένα καυχήθηκε η Κυρά Βελόνα, έτσι όπως στεκόταν ξαπλωμένη στο κουτί της, δίπλα στις πολλές πολλές μικρές καρφιτσούλες, στην μικρή αράχνη που είχε μπει στο κουτί που είχε ξεμείνει ανοιχτό πάνω στη ραπτομηχανή και περιεργαζόταν το στενό χώρο στον οποίο είχε βρεθεί.
Μια φορά κι έναν καιρό, πολύ μακριά από τον κόσμο μας, στη Χώρα των Θαυμάτων, εκεί που περπατούσαν στους δρόμους τραπουλόχαρτα με πόδια, βασίλισσες ντάμες και λαγοί που μιλούσαν, άνοιξαν διάπλατα οι ουρανοί κι ένας τεράστιος ανεμοστρόβιλος φάνηκε πίσω από τα σύννεφα.
Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.
Κάποτε σε μία ντουλάπα, όπως μπορεί να συμβαίνει σε πολλές ντουλάπες στον κόσμο, κάθονταν ένα καλοστημένο, μοσχομυριστό, ακριβό, σιδερωμένο, απαλό, γυαλιστερό, μακρύ και συννεφί φόρεμα. Ήταν το πιο όμορφο φόρεμα σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη. Έξω από την ντουλάπα, πεταμένο στην καρέκλα, στο κρεβάτι, καμιά φορά και στο ίδιο το πάτωμα, καθόταν ένα φούτερ.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, τους φώναξε για τους πει κάτι πολύ σοβαρό και να τους δώσει από ένα δώρο. Ο πατέρας έδωσε στο μεγαλύτερο γιο έναν πετεινό, στο δεύτερο ένα δρεπάνι και στο τρίτο μια γάτα.
Μια φορά κι έναν καιρό, στην αρχαία Ελλάδα, ο πιο ταλαντούχος μουσικός ήταν ο Ορφέας, ο γιος της Καλλιόπης, μίας από τις Εννέα Μούσες που ήταν κόρες του Δία και χάριζαν έμπνευση στους καλλιτέχνες. Ο Ορφέας έπαιζε λύρα και στο άκουσμα της μουσικής του, τα πουλιά σταματούσαν να πετάνε για να τον ακούσουν ενώ τα άγρια ζώα ημέρευαν και δεν κυνηγούσαν το ένα το άλλο. Ακόμα και τα δέντρα λύγιζαν για να ακούσουν τη μουσική του Ορφέα, που την έφερνε ο άνεμος.
Μια φορα και ένα καιρό ήταν πολλές αμοιβάδες. Η καθεμία αμοιβάδα ήταν ξεχωριστή. Η κάθε αμοιβάδα έφτιαχνε τα δικά της έργα και έκανε κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο. Όλες οι αμοιβάδες ήταν χαρούμενες και δημιουργικές. Ωστόσο, μια μέρα μια αμοιβάδα αποφάσισε να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Δεν της άρεσαν τα πολύχρωμα χρώματα της χαράς. Τη νευρίαζε το πρωτότυπο και το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να κάνει τις υπόλοιπες αμοιβάδες όμοιες μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να τις βουτήξει μέσα στη ρουτίνα και στη δυστυχία, χωρίς να υπάρχει δημιουργία και ελευθερία έκφρασης.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πόλη στην Περσία, ζούσαν δύο αδέλφια, ο Κασίμ και ο Αλή Μπαμπά. Ο Κασίμ ήταν παντρεμένος με μια πλούσια γυναίκα και είχε όλα τα αγαθά, ενώ ο Αλή Μπαμπά έπρεπε να συντηρήσει τη γυναίκα και τα παιδιά του κόβοντας ξύλα σε ένα γειτονικό δάσος και πουλώντας τα στην πόλη.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή υπήρχε μία λευκή φοράδα στον κόσμο. Αυτή η λευκή φοράδα γέννησε ένα αγόρι. Το θήλασε για επτά χρόνια, και μετά του είπε:
- Γιε μου, βλέπεις αυτό το μεγάλο δέντρο;
- Το βλέπω.
- Να σκαρφαλώσεις στην κορυφή του και να βγάλεις τον φλοιό του.
Η Πέππα είναι πέντε χρονών και ζει με τους γονείς της και τον μικρό της αδελφό, τον Τζορτζ. Πρόκειται για μία αξιολάτρευτη οικογένεια, που όμως δεν είναι και τόσο συνηθισμένη, γιατί ειναι μία οικογένεια γουρουνιών!