Μια φορά κι έναν καιρό, μακριά πολύ μακριά, υπήρχε μια μαγική χώρα. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να περάσεις θάλασσες, βουνά, λίμνες και ποτάμια. Εκεί, λοιπόν, δε ζούσαν άνθρωποι, παρά μόνο μονόκεροι. Ένα ανοιξιάτικο πρωινό χαρές μεγάλες είχαν στο παλάτι. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα των μονόκερων είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί.
φίλοι
- ”Μαμά μαμά τι δώρο θα μου φέρει φέτος ο Άγιος Βασίλης;” ρώτησε η Μαρία επίμονα.
- “Φέτος αγάπη μου εξαιτίας της πανδημίας ο Άι Βασίλης δεν θα καταφέρει να στείλει τα δώρα του στα παιδάκια”.
- “Δηλαδή κανένας δεν θα πάρει δώρο φέτος”; ρώτησε θλιμμένη.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια όμορφη χώρα, την Όνειροχώρα, εκεί που ζουν νεράιδες, ξωτικά, εκεί που ανθίζουν λουλούδια, δέντρα μαγικά και τα φύλλα τους είναι στολισμένα από χρυσόσκονη, ζούσε και ένα μικρό χαριτωμένο σκανδαλιάρικο ξωτικό που τον έλεγαν Ζαχαρένιο. Είχε μεγάλα αυτιά και ξεχώριζε από τα άλλα ξωτικά για το δυνατό του γέλιο. Αν προχωρούσες λίγο παρακάτω θα έβλεπες και το σπίτι του που ήταν μικρό και όμορφο χωμένο μέσα στα δέντρα.
Μια φορά και έναν καιρό, δυο φίλοι βάδιζαν στον ίδιο δρόμο, μέσα από βουνά και κοιλάδες. Παρόλο που βρισκόταν σε άγνωστο μέρος, ο άντρας ένοιωθε ασφαλής γιατί, ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο εμφανιζόταν μπροστά τους.
Δημοφιλή παραμύθια
Σε ένα μικρό χωριό της Ελλάδας, στο Πόρτο Κάγιο, ζούσε ένα μικρό αγόρι, ο Κυριάκος, με τη μαμά του και τη μικρή αδερφή του. Ο Κυριάκος ήταν μόλις 11 χρόνων και πήγαινε στην πέμπτη τάξη του δημοτικού, ενώ η αδερφή του αυτή τη χρονιά θα πήγαινε στην πρώτη.
Μια φορά και ένα καιρό, έξω από ένα μεγάλο δάσος, ζούσε ένας ξυλοκόπος τόσο φτωχός, που με δυσκολία εξασφάλιζε κάθε μέρα λίγο ψωμί για τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, τον Χάνσελ και την Γκρέτελ.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας φτωχός ψαράς, κι όλη νύχτα αγωνιζόταν να πιάσει ψάρι και ψάρι δεν έπιανε. Όταν ήρθε η αυγή, έριξε πάλι τ’ αγκίστρι του κι έλεγε απομέσα του: «Ω, Θεέ μου, δυστυχία! σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα».
Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μέσα στον ωκεανό, εκεί όπου το νερό είναι μπλε και καθαρό σαν κρύσταλλο και δεν φτάνει κανένας ήχος από την επιφάνεια, ζούσε ο Βασιλιάς της Θάλασσας με τους υπηκόους του και τις γοργόνες. Το βασίλειό του ήταν γεμάτο με τα πιο παράξενα λουλούδια και φυτά, κι ανάμεσά τους κολυμπούσαν κάθε λογής ψάρια, μικρά και μεγάλα, σαν τα πουλιά που πετάνε ανάμεσα στα δέντρα της γης.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή υπήρχε μία λευκή φοράδα στον κόσμο. Αυτή η λευκή φοράδα γέννησε ένα αγόρι. Το θήλασε για επτά χρόνια, και μετά του είπε:
- Γιε μου, βλέπεις αυτό το μεγάλο δέντρο;
- Το βλέπω.
- Να σκαρφαλώσεις στην κορυφή του και να βγάλεις τον φλοιό του.
Σε ένα μικρό χωριό της Ελλάδας γεννήθηκε ένα γλυκό και όμορφο κοριτσάκι. Μόλις άνοιξε πρώτη φορά τα μάτια του, αντίκρισε τα μεγάλα στοργικά μάτια της μητέρας του και χαμογέλασε γλυκά.
Δείτε μαζί με τα παιδιά σας, ένα από τα πιο κλασικά παραμύθια του κόσμου, τον πολυαγαπημένο Πινόκιο.
Το βίντεο είναι μεταγλωττισμένο στα Ελληνικά.
Μια φορά και ένα καιρό, κάπου στο βυθό της θάλασσας ζούσε μια όμορφη γοργόνα με ξανθά μακριά μαλλιά, πράσινα μάτια και χρυσαφένια ουρά. Η γοργονίτσα κολυμπούσε όλη την ημέρα μόνο κοντά στο σπίτι της επειδή η μαμά της δεν την άφηνε να πηγαίνει μακριά μόνη της γιατί ήταν επικίνδυνα.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς που είχε τρεις γιους και τους αγαπούσε πολύ. Μια μέρα αποφάσισε να δει πόσο τον αγαπούσαν κι εκείνοι. Φώναξε λοιπόν τον καθένα και τον ρώτησε πόσο τον αγαπάει.
"Σ' αγαπώ όσο αγαπώ το χρυσάφι και τα κοσμήματα", είπε ο πρώτος γιος και ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας τίμιος κι εργατικός γεωργός που είχε μόνο ένα γιο. Το παιδάκι αυτό ήταν τόσο μικροκαμωμένο που δεν ξεπερνούσε το μεγάλο δάχτυλο του χεριού. Τα χρόνια περνούσαν, μα ο μικρός δεν ψήλωνε καθόλου.