Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια μικρή κόκκινη κότα. Μια μέρα ενώ σκάλιζε το χώμα στον αχυρώνα που ζούσε, βρήκε ένα σπόρο σιταριού. Τότε ρώτησε τα υπόλοιπα ζώα του αγροκτήματος: «Ποιος θα φυτέψει αυτό το σιτάρι;»
γάτα
Στο χωράφι απόψε είχε ξεμείνει από το πρωινό μάζεμα μια πατατούλα. Δεν ήταν από εκείνες τις ολοστρόγγυλες και παχουλές. Ήταν στενόμακρη, λίγο πλακουτσωτή και μ' ένα μικρό εξόγκωμα σαν καρούμπαλο αριστερά από τ' αυτί της.
Μια φορά και ένα καιρό, είχε έρθει το καλοκαίρι και ήταν υπέροχο. Στο κάμπο οι αγρότες είχαν μαζέψει το άχυρο και το'χαν βάλει σε μεγάλους σωρούς. Ψηλά στον ουρανό πετούσε ένας πελαργός με κόκκινα πόδια και τιτίβιζε. Γύρω από το κάμπο και τα χωράφια, υπήρχαν απέραντα δάση και στη μέση του κάμπου κρυστάλιζαν βαθιές λίμνες.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που είχε ένα γαϊδουράκι πολύ εργατικό, το οποίο για χρόνια ολόκληρα κουβαλούσε βαριά σακιά γεμάτα στάρι στο μύλο χωρίς να διαμαρτύρεται.
Ένα ποντικάκι μία φορά προσπαθούσε να ξεφύγει από τα νύχια μίας γάτας η οποία το κυνηγούσε για ώρα και κρύφτηκε μέσα στην τρύπα ενός τοίχου. Η γάτα άρχισε τότε να σκαρφίζεται διάφορους τρόπους για να το βγάλει έξω.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πατέρας που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, τους φώναξε για τους πει κάτι πολύ σοβαρό και να τους δώσει από ένα δώρο. Ο πατέρας έδωσε στο μεγαλύτερο γιο έναν πετεινό, στο δεύτερο ένα δρεπάνι και στο τρίτο μια γάτα.
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ... παραμονή Χριστουγέννων, αφού ο Άγιος Βασίλης μοίρασε όλα τα δώρα στα παιδιά, έφυγε ευχαριστημένος με το έλκηθρό του για το χωριό. Εκεί τον περίμενε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, η Αγιο-Βασιλίνα, τα ξωτικά και οι τάρανδοι... Θα διασκέδαζαν όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο, θα έτρωγαν και θα άκουγαν τις εμπειρίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη. Καθώς περνούσαν υπέροχα, χόρευαν και τραγουδούσαν, τα ξωτικά περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν ιστορίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη και των ταράνδων. Ενώ λοιπόν, ξεκίνησε να εξιστορεί για όλα όσα του συνέβησαν και τις ανησυχίες που είχε, μπαίνοντας στα σπίτια, για να μη ξυπνήσει κάποιο παιδάκι και τον δει...
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή χώρα ζούσε μια βασίλισσα. Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, η βασίλισσα κάθονταν στο δωμάτιό της και δούλευε δίπλα στο παράθυρο. Όμως καθώς κοιτούσε έξω που χιόνιζε, τρύπησε κατά λάθος το δάκτυλό της. Τότε τρείς σταγόνες αίμα έπεσαν από το δάκτυλό της πάνω στο χιόνι. Η βασίλισσα κοίταξε το αίμα και είπε: "Θέλω όταν γεννηθεί η κόρη μου να είναι άσπρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το αίμα και μαύρη σαν το ξύλο από το παράθυρό μου!"
H Πέππα το Γουρουνάκι, είναι από τις πιο δημοφιλείς σειρές κινουμένων σχεδίων στα μικρά παιδιά όλου του κόσμου.
Δείτε όλα τα Χριστουγεννιάτικα επεισόδια της σειράς "Πέππα το Γουρουνάκι".
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής τρομερός. Ήταν ο καπετάν Μαυρογένης. Τον έλεγαν έτσι, γιατί είχε μακριά, μαύρη γενειάδα. Όλοι τον φοβόντουσαν, γιατί ήταν πολύ άγριος και τρομαχτικός.
Ένα αστέρι κάθοταν ψηλά στους ουρανούς
Ήξερε πως τον θαύμαζαν
Μα ήθελε ναν μ' αυτούς
Τους γήινους που το θωρούν πως είναι μαγικό
Ένα αστέρι κάθονταν ψηλά στον ουρανό
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Τα Χριστούγεννα είχαν περάσει και η μικρή Αριστέα ακόμη περίμενε υπομονετικά το δώρο της από τον Άγιο Βασίλη. Μέχρι στιγμής, της είχε φέρει κούκλες, επιτραπέζια και πολλά καινούρια ρούχα. Όμως, εκείνο που ήθελε πραγματικά, η κρυφή ευχή της δεν είχε πραγματοποιηθεί.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιούς. Μια μέρα, οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του βασιλιά αποφάσισαν να φύγουν μακρυά σε άλλες χώρες για να κάνουν μεγάλα κατορθώματα, να δοξαστούν και να γίνουν κι εκείνοι βασιλιάδες όπως ο πατέρας τους.
Ήταν ένας άνθρωπος με πολυμελή οικογένεια που ανάθρεψε τα παιδιά του με σκληρή εργασία καθώς έζησε σε πέτρινες και φτωχές εποχές. Έσπερνε και καλλιεργούσε τα χωράφια του αυτός μόνος του με παρέα και βοηθό την γυναίκα του. Ζούσαν αγαπημένοι, και μεγάλωσαν και σπούδασαν με τη βοήθεια του Θεού όλα τα παιδιά τους, και ήταν ευχαριστημένοι. Δούλευαν ολημερίς από νωρίς έως βραδύς, και ήταν χαρούμενοι γιατί τους άρεσε αυτός ο τρόπος ζωής.
Ηταν μια φορά τρεις φίλοι. Οι δυο ήταν ψεύτες, ενώ ο τρίτος δεν ήξερε να λέει καθόλου ψέματα. Ξεκινήσανε να κάνουνε ένα μακρινό ταξίδι. Αφού περπατήσανε μια ολόκληρη μέρα, νύχτωσε κι ήτανε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Όμως δεν είχανε λεφτά ούτε για να φάνε, ούτε για να πάνε σε κανένα χάνι για να κοιμηθούν.