Έφτασε εκείνη η εποχή του χρόνου. Σακιά ξέχειλα ζάχαρη άχνη στοιβάζονται πλάι σε καβουρντισμένα αμύγδαλα, έτοιμα να σκεπάσουν μοσχοβολιστούς κουραμπιέδες, αμέσως μόλις κρυώσουν. Καρύδια περιμένουν να στολίσουν αφράτα μελομακάρονα. Ήσυχα-ήσυχα τα μελομακάρονα περιμένουν τη σειρά τους για να βουτήξουν στο μέλι.
Εύη Σαμαρά
Μια φορά κι έναν καιρό, μακριά πολύ μακριά, υπήρχε μια μαγική χώρα. Για να φτάσεις εκεί έπρεπε να περάσεις θάλασσες, βουνά, λίμνες και ποτάμια. Εκεί, λοιπόν, δε ζούσαν άνθρωποι, παρά μόνο μονόκεροι. Ένα ανοιξιάτικο πρωινό χαρές μεγάλες είχαν στο παλάτι. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα των μονόκερων είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί.
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν όμορφο κήπο με λαχανικά ζούσε ένα μικρό σαλιγκάρι. Όπως όλα τα σαλιγκάρια αγαπούσε τη βροχή. Μόλις σταματούσε να βρέχει, τσουπ, αμέσως έβγαινε βόλτα. Το μικρό μας σαλιγκάρι ήταν και πολύ περίεργο. Ήθελε συνέχεια να μαθαίνει καινούρια πράγματα.
Δημοφιλή παραμύθια
Κάτω από τη Γη υπάρχει ένα μεγάλο δένδρο, ωσάν στύλος πελώριος, και γερός, και βαστάει τη γη. Έτσι έλεγαν οι παλαιότεροι. Εκεί κάτω ευρίσκονται όλο το χρόνο οι Καλικάντζαροι και δουλεύουν νύκτα και ήμερα.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια βασίλισσα και ένας βασιλιάς. Αυτοί είχαν μια κορούλα, την Άρτεμη. Μετά από πολύ καιρό, η βασίλισσα και ο βασιλιάς γέρασαν, και άφησαν την κόρη τους βασίλισσα στο παλάτι. Αυτοί πήγαν σε ένα εξοχικό, και έζησαν εκεί για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα μικρό σκυλάκι, ο Μπομπ. Ήταν καλός σκύλος και είχε έναν πολύ καλό ιδιοκτήτη! Ένα μικρό κοριτσάκι τον είχε βρει στον δρόμο να τρέμει ολόκληρος από το κρύο και αυτό το κορίτσι και οι γονείς της, αποφάσισαν να τον κρατήσουν.
Μία σουπιά πάει στο χταπόδι.
- Μπορείς να μου δανείσεις ένα πόδι σου για να μαγειρέψω;
- Όχι τα χρειάζομαι όλα, απαντά το χταπόδι και φεύγει κουνώντας και τα οχτώ πόδια του.
Την επόμενη μέρα, η σουπιά το ξαναπλησιάζει.
- Μπορείς να μου δανείσεις ένα πόδι σου για να παίξω ρακέτες;
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα καταπράσινο δάσος με πολλά όμορφα λουλούδια, δέντρα πράσινα πουλιά κάθε λογής ζούσε ένα μικρό αηδόνι μαζί με την οικογένεια του τον λέγανε Ρίκο.
Το αηδόνι ήταν πολύ θλιμμένο. Τα αδέρφια του, οι φίλοι του δεν τον κάνανε παρέα γιατί δεν ήξερε να κελαηδάει όπως τα άλλα πουλιά, και τον κορόιδευαν.
Μια φορά και έναν καιρό, βαθιά στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος κι ο δροσερός αέρας σχημάτιζαν ένα γλυκό ήσυχο μέρος, μεγάλωνε ένα μικρό, όμορφο έλατο.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα όμορφο μικρό σπιτάκι στην μέση του δάσους ζούσαν τρία γουρουνάκια μαζί με τους γονείς τους , η Πέππα, ο Τζορτζ και ο Τζόνι...
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλέας και μια βασίλισσα και είχανε ένα γιο πολύ ωραίο, και τον λέγανε Ύπνο. Ο γιος τους λοιπόν αυτός δεν ήθελε να παντρευτεί. Πόσα του ’λεγε ο βασιλέας, η βασίλισσα «να παντρευτείς να κάμεις παιδιά», κείνος του κάκου.
Ένας ήρεμος άνθρωπος κάποτε κατοικούσε σε ένα χωριό. Καμία προσβολή, καμία κακία που άκουγε δεν τον πείραζε.
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, για να της ζυμώνει το ψωμί της, και της έδινε για τον κόπο της ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε.