Το σαλιγκάρι που ήθελε να δει το ουράνιο τόξο

Συγγραφέας παραμυθιού

Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν όμορφο κήπο με λαχανικά ζούσε ένα μικρό σαλιγκάρι. Όπως όλα τα σαλιγκάρια αγαπούσε τη βροχή. Μόλις σταματούσε να βρέχει, τσουπ, αμέσως έβγαινε βόλτα. Το μικρό μας σαλιγκάρι ήταν και πολύ περίεργο. Ήθελε συνέχεια να μαθαίνει καινούρια πράγματα.

Μια μέρα, εκεί που μασουλούσε ένα μαρουλόφυλλο, άκουσε τη φωνή του κηπουρού. Είπε πολλά, μα το σαλιγκάρι μας είχε μια άγνωστη λέξη: «ουράνιο τόξο». Τι ήταν πάλι αυτό;

Πάει λοιπόν και βρίσκει το φίλο του, το βατραχάκι. Το βατραχάκι όλο πηδούσε από δω κι από κει κι έτσι ήξερε ένα σωρό απίθανα πράγματα.

- «Καλημέρα βατραχάκι», είπε το σαλιγκάρι. «Μήπως ξέρεις τι είναι αυτό το ουράνιο τόξο;».

- «Α!! Είναι το πιο όμορφο πράγμα του κόσμου», απάντησε το βατραχάκι. «Βγαίνει μετά τη βροχή».

- «Μετά τη βροχή; Μα εγώ πώς δεν το είδα ποτέ;» Το σαλιγκάρι ρώτησε με μεγάλη αγωνία. Αφού πάντα έβγαινε βόλτα μετά τη βροχή!

- «Δεν μπορείς να το δεις από εδώ κάτω χαμηλά, δε φαίνεται κάτω από τα φύλλα. Θα πρέπει να πας ως την άλλη πλευρά και να ανέβεις στο καρότσι του κήπου. Από εκεί θα το δεις», του εξήγησε το βατραχάκι.

- «Πώς θα πάω εκεί;», ρώτησε το σαλιγκάρι.

- «Πήγαινε ευθεία, ώσπου να φτάσεις στα μπρόκολα. Εκεί ρώτα ξανά. Μόνο που πρέπει να ξεκινήσεις τώρα για να προλάβεις».

Μια και δυο ξεκινά το σαλιγκαράκι μας ευθεία ώσπου να φτάσει στα μπρόκολα. Εκεί συνάντησε ένα μυρμήγκι, που αγκομαχώντας κουβαλούσε ένα μεγάλο σπυρί καλαμπόκι.

- «Καλημέρα, μυρμήγκι. Εε, στάσου, πού πας;», φώναξε το σαλιγκαράκι μόλις είδε πως το μυρμηγκάκι δεν του έδωσε σημασία. «Μόνο να ρωτήσω πώς πάω στο καρότσι του κήπου θέλω», φώναξε δυνατά, γιατί ήδη ακούγονταν κάποιες μακρινές βροντές.

- «Βιάζομαι μη με προλάβει η βροχή!», του φώναξε το μυρμήγκι. Ύστερα κοντοστάθηκε σκουπίζοντας το ιδρωμένο μούτρο του. «Συνέχισε ευθεία ως τις ντομάτες και στρίψε δεξιά μέχρι τις μπάμιες. Εκεί ρώτα ξανά», του είπε το μυρμηγκάκι κι αμέσως φορτώθηκε ξανά το καλαμπόκι συνεχίζοντας το δρόμο του.

- «Ευχαριστώ!», φώναξε το σαλιγκάρι μα το μυρμήγκι ήδη είχε απομακρυνθεί.

Γλιστρώντας αργά λοιπόν έφτασε το σαλιγκάρι μας στις ντομάτες και μετά στις μπάμιες. Εκεί είδε μια καταπράσινη σαύρα.

- «Καλημέρα σαύρα! Μπορείς να μου πεις πού είναι το καρότσι του κήπου;», ρώτησε λίγο φοβισμένο, γιατί δε θυμόταν καλά τι έτρωγαν αυτά τα όμορφα πλάσματα. Λες να έτρωγαν σαλιγκάρια και να 'χαμε άλλα;

- «Βέβαια. Προχώρα μέχρι τα αγγούρια και μετά στρίψε αριστερά στα παντζάρια. Εκεί ρώτα ξανά», του είπε η σαύρα.

- «Ευχαριστώ!», φώναξε το σαλιγκάρι και σύρθηκε λίγο πιο γρήγορα καλού κακού!

Αργά, αργά λοιπόν έφτασε το σαλιγκάρι μας στα παντζάρια. Μπροστά του είδε ένα τζιτζίκι με μπουφάν.

- «Καλημέρα τζιτζίκι! Ε, πού πας; Πώς θα βρω το καρότσι του κήπου;», φώναξε το σαλιγκαράκι να ακουστεί, γιατί ο αέρας είχε δυναμώσει.

- «Βιάζομαι να βρω μια ζεστή κρυψώνα. Ήρθε το φθινόπωρο και κάνει κρύο. Πέρνα ανάμεσα στα κρεμμύδια και τα καρότα. Μόλις αφήσεις πίσω σου τα κουνουπίδια και τις μελιτζάνες, θα το δεις μπροστά σου. Φεύγω τώρα γιατί άρχισε να ψιχαλίζει!», είπε και εξαφανίστηκε χοροπηδώντας.

Με γρήγορο σούρσιμο το σαλιγκάρι συνέχισε το δρόμο του. Η βροχή δυνάμωσε. Βροντές κι αστραπές τρόμαζαν το μικρό μας σαλιγκάρι. Δεν τα παρατούσε όμως. Ήθελε να δει το ουράνιο τόξο.

Η βροχή είχε κοπάσει μόλις έφτασε μπροστά το καρότσι. Κουρασμένο αλλά χαρούμενο το σαλιγκάρι μας έβαλε τα δυνατά του να συρθεί πάνω στο καρότσι.

Κι εκεί, ανάμεσα στα σύννεφα, ξεπρόβαλλε το ουράνιο τόξο. Όλα τα χρώματα της φύσης πάνω στον καθαρό ουρανό. Το σαλιγκάρι μας έμεινε άφωνο να κοιτάει το υπέροχο θέαμα.

«Άξιζε το μακρύ ταξίδι», μουρμούρισε καθώς η νύχτα έπεφτε. Κουρασμένο καθώς ήταν, αποκοιμήθηκε εκεί στο καρότσι. Κι ήταν τα όνειρά του γεμάτα χρώματα, όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου!

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Εύη Σαμαρά

Εικονογράφηση paidika-paramythia.gr

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.8 (341 ψήφοι)