Και τώρα τι κάνουμε Άγιε Βασίλη;

Συγγραφέας παραμυθιού

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν στο χωριό. Ο Άγιος Βασίλης είχες τόσες πολλές δουλειές που δεν είχε χρόνο ούτε να κοιμηθεί. Αμέτρητες παιδικές επιθυμίες που έπρεπε να εκπληρωθούν. Πήρε ένα φλιτζάνι τσάι και έκατσε στο γραφείο του. Άνοιξε το συρτάρι και έπιασε τον σκονισμένο χάρτη. Ένα χρόνο είχε να τον δει. Πήρε το κόκκινο μολύβι του και άρχισε αμέσως να σημειώνει τα σπίτια που θα επισκεπτόταν το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Είχε τόση δουλειά που σίγουρα θα τον έπαιρνε το βράδυ.

Κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα. Ο Άι Βασίλης σηκώθηκε και πήγε βαριεστημένα να ανοίξει.

- Ποιος είναι τέτοια ώρα;, είπε με βαριά φωνή.

- Εμείς ήμαστε αφεντικό, άνοιξε, ακούστηκε μια λεπτή φωνούλα.

Ο Ραλφ, ο Λόρι και ο Γκλόρι, τα ξωτικά του Άι Βασίλη μπήκαν στο σπίτι.

- Τι γυρεύετε εδώ μεσημεριάτικα;, ρώτησε εκείνος.

- Μα αφεντικό νύχτωσε έξω. Πόση ώρα έχεις να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο; είπε ο Ραλφ.

Αρκετή από ότι φαίνεται. Καθίστε δίπλα στο τζάκι να ζεσταθείτε. Θέλετε λίγο τσάι;, ρώτησε ο Άι Βασίλης.

Ναι! Είπαν με μια φωνή.

Αφού ζεστάθηκαν πλάι στη φωτιά, άρχισαν να συζητούν. Αύριο, τα ξωτικά θα μάζευαν τα γράμματα από τα σπίτια των παιδιών στο χωριό και ο Άι Βασίλης τα ήθελε όλα στην εντέλεια. Μίλησαν για κάμποση ώρα. Αργά το βράδυ, τα ξωτικά έφυγαν από το σπίτι του, κρατώντας από ένα σάκο στα χέρια.

Τα ξωτικά έφυγαν από το σπίτι του

Την επόμενη μέρα, το χωριό ήταν πιο χιονισμένο από ποτέ. Τα πάντα γύρω ήταν κατάλευκα και στολισμένα. Τα ξωτικά πολύ νωρίς το πρωί, μπήκαν στο μικρό τους ελκηθράκι και ξεκίνησαν. Είχαν αρκετά γράμματα να μαζέψουν.

Πέρασε σχεδόν μια μέρα και ο σάκος είχε πια γεμίσει. Τα ξωτικά, είχαν λίγα σπίτια ακόμα να επισκεφθούν. Αφού τελείωναν, θα πήγαιναν πίσω στο έλκηθρο τους, όπως είχαν συμφωνήσει.

Είχε βραδιάσει για τα καλά. Ο Ραλφ, κατηφόριζε σιγά σιγά την κεντρική πλατεία του χωριού. Είχε πολύ κρύο και το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα. Έξω δεν κυκλοφορούσε κανείς παρά μόνο κάτι γάτες που έψαχναν να βρουν το βραδινό τους στασίδι. Ο δρόμος γλιστρούσε.

Ξαφνικά, φύσηξε ένας αέρας τόσο δυνατός που έριξε τον Ραλφ κάτω.

- Μα τα πεταχτά αυτιά μου! Τι αέρας είναι αυτός;, αναφώνησε.

Πριν προλάβει καλά καλά να σηκωθεί, συνέβη το κακό. Ο πάνινος σάκος λύθηκε και όλα τα γράμματα σκορπίστηκαν στον αέρα.

- ΌΧΙ ΟΧΙ! ΌΧΙ τα γράμματα των παιδιών, φώναζε ο Ραλφ προσπαθώντας να τα πιάσει.

Μάταιος κόπος. Ο καιρός ήταν τόσο κακός που τα γράμματα χάθηκαν από τον ανεμοστρόβιλο. Ταξίδευαν για άλλες πολιτείες, πόλεις και χωριά του κόσμου.

Ο Ραλφ, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τι θα έλεγε στον Άγιο Βασίλη; θα τον κατσάδιαζε για τα καλά μόλις το μάθαινε.

Λυπημένος, κατευθύνθηκε προς το έλκηθρο. Περπάτησε αρκετά και όταν έφτασε εκεί συνειδητοποίησε πως οι άλλοι δυο δεν είχαν έρθει ακόμα. Έκατσε σε μια άκρη και τους περίμενε.

Ο Λόρι, μισούσε τόσο πολύ το κρύο. Το κασκόλ και ο σκούφος του δεν έφταναν για να ζεσταθεί.

- Με τέτοια κακοκαιρία, θα έπρεπε να είμαι σπίτι μου και να κοιτώ το χιόνι από το παράθυρο και όχι να είμαι φορτωμένος σαν το γαιδούρι, είπε από μέσα του.

Σκέφτηκε να πάρει άλλο δρόμο για να φτάσει πιο γρήγορα. Έτσι, πέρασε μέσα από ένα δασάκι και αφού έκανε αρκετό δρόμο, σταμάτησε.

- Αι στο καλό! Θα κάτσω να ξαποστάσω λίγο. Δεν θα γίνω παγάκι για το ψυγείο. Καλά και άγια τα παιδιά, μα εμάς δεν μας σκέφτεται κανείς, είπε και κάθισε.

Το χιόνι και η βροχή είχαν κοπάσει. Το κρύο όμως ήταν τσουχτερό. Ο Λόρι αποφάσισε να ανάψει μια φωτιά για να ζεσταθεί. Βρήκε λίγα ξερά χόρτα και τρίβοντας μερικά ξύλα κατάφερε να την ανάψει.

- Επιτέλους ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου, είπε και κούρνιασε πλάι στη φωτιά.

Η ζέστη τον είχε νανουρίσει. Τα μάτια του βάρυναν για λίγο. Τον ξύπνησε μια έντονη μυρωδιά.

- Γκούχου Γκούχου, έβηξε δυνατά. Τι μυρωδιά είναι αυτή;, απόρησε.

Κοίταξε γύρω του και αμέσως γούρλωσε τα μάτια λες και είχε συναντήσει κάποιο φάντασμα.

Όλα τα γράμματα είχαν καεί, μαζί και ο σάκος του.

Δεν το πιστεύω! Γιατί σε εμένα; Τα κατέστρεψα όλα, φώναξε καθώς έβλεπε τις σπίθες της φωτιάς να καίνε και το τελευταίο κομμάτι χαρτιού.

Με το πρόσωπο στραμμένο στο έδαφος, πήρε τον δρόμο της επιστροφής.

Ο Γκλόρι, ήταν πάντα γρήγορος στις δουλειές του. Αφού μάζεψε τα γράμματα των παιδιών, αποφάσισε να κατευθυνθεί προς το ποτάμι. Είχε βρει ένα σύντομο, κατηφορικό δρομάκι που το ακολουθούσε κάθε χρόνο. Αυτό αποφάσισε να ακολουθήσει και εκείνο το βράδυ.

Το δρομάκι όμως είχε άλλα σχέδια για αυτόν. Από την βροχή και το χιόνι είχε τόσα πολλά φύλλα, τα οποία γλιστρούσαν τρομερά. Φορτωμένος όπως ήταν, ο Γκλόρι γλίστρησε και έπεσε φαρδύς – πλατύς κάτω. Ο σάκος του άρχισε να κατρακυλά με ορμή προς το ποτάμι. Σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και άρχισε να τρέχει με όλη του την δύναμη για να τον σώσει. Μάταιος κόπος. Ο πάνινος σάκος έπεσε μέσα στο ποτάμι.

- Τι τύχη είναι αυτή! Είμαι τόσο ανίκανος. Δεν πιστεύω αυτό που μου συνέβη, ψέλλισε κλαίγοντας.

Το ποτάμι είχε παρασύρει τον σάκο και ο Γκλόρι, τον κοιτούσε σιωπηλά.

Έπειτα, έφυγε.

Και τα τρία ξωτικά τα είχαν κάνει μαντάρα. Αφού διηγήθηκαν το ένα με το άλλο τις περιπέτειες τους, πήραν το θάρρος και γύρισαν στο σπίτι του Άι Βασίλη.

Θα του έλεγαν την αλήθεια. Άλλωστε ο Άγιος Βασίλης σιχαινόταν τα ψέματα.

Απογοητευμένοι, χτύπησαν την πόρτα μη μπορώντας να χωνέψουν την ατυχία τους.

O Άγιος Βασίλης τους άνοιξε. Εκείνοι, μπήκαν γρήγορα μέσα.

- Μα που πάτε εσείς; Ξεχάσατε τους σάκους σας στο έλκηθρο πάλι; Τους ρώτησε.

-  Όχι αφεντικό, είπε σκυθρωπά ο Γκλόρι.

- Τα γράμματα χάθηκαν, αναφώνησε ο Λόρι.

- Χάθηκαν όλα εξαιτίας μας, συμπλήρωσε ο Ραλφ.

Ο Άγιος Βασίλης τους κοίταξε θυμωμένα. Παίρνοντας το επικριτικό του ύφος, τους ζήτησε εξηγήσεις. Τα ξωτικά, αφού του διηγήθηκαν τις άτυχες ιστορίες τους έκατσαν σιωπηλά δίπλα στο τζάκι.

- Δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που μου λέτε. Με καταστρέψατε! Τόσα παιδιά θα είναι δυστυχισμένα εξαιτίας σας. Θα με μισήσουν και θα πάψουν πια να πιστεύουν στην ύπαρξη μου, είπε εκνευρισμένος.

-  Και τώρα τι κάνουμε Άγιε Βασίλη; ρώτησαν με μια φωνή.

- Τον σταυρό σας! Γιατί αν δεν σκεφτώ μια λύση γρήγορα, δεν γλιτώνετε από τα χέρια μου.

Ο Άη Βασίλης εκνευρισμένος με τα ξωτικά

Πέρασε κάμποση ώρα. Στο σπίτι του Άγιου Βασίλη δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Εκείνος, καθόταν στο γραφείο του και έσπαγε το κεφάλι του να βρει μια λύση. Τα ξωτικά, κάθονταν αμίλητα δίπλα στο τζάκι. Σκεφτόντουσαν το κακό που προκάλεσαν και ένιωθαν ντροπή.

Την σιωπή έσπασε ο Άγιος Βασίλης, φωνάζοντας.

Μπίνγκο! Αυτό είναι! Το βρήκα.

Τα ξωτικά τον κοιτούσαν γεμάτα απορία. Εκείνος, σηκώθηκε από την καρέκλα του, έβγαλε τη στολή, τον σκούφο και τις μπότες του και φόρεσε κάτι παλιόρουχα. Είχε αποφασίσει να μεταμφιεστεί σε ζητιάνο και να πάει ο ίδιος σε κάθε σπίτι του χωριού. Είπε στα ξωτικά να φύγουν και ξεκίνησε το ταξίδι του…

Στο πρώτο σπίτι που πήγε, ακουγόταν φασαρία.

- Θεέ μου, έχω μπροστά μου πολύ δρόμο, σκέφτηκε.

Χτύπησε την πόρτα. Μια γυναίκα του άνοιξε.

- Καλησπέρα γέροντα. Θέλεις κάτι;

- Ναι.. Αν μπορείτε θα ήθελα ένα ποτήρι νερό. Όλη μέρα είμαι στον δρόμο και διψάω πολύ, είπε με τρεμάμενη φωνή ο Άγιος Βασίλης.

Η γυναίκα, βλέποντας τον έτσι ταλαιπωρημένο και κουρασμένο αμέσως τον έβαλε στο σπίτι της.

- Κάθισε εδώ και εγώ θα σου φέρω αμέσως το νερό και κάτι να φας, του είπε στοργικά.

- ΩΩ όχι δεν θέλω να σε βάλω σε τέτοιο κόπο. Ένα νεράκι είναι αρκετό, της είπε εκείνος.

Η γυναίκα, έφυγε προς την κουζίνα. Ο Άγιος Βασίλης κοιτούσε δεξιά και αριστερά. Ξαφνικά, ένιωσε κάτι να τον τραβάει. Γύρισε το κεφάλι του. Ένα μικρό προσωπάκι τον κοιτούσε.

- Ποιος είσαι παππούλη;, ρώτησε.

- Γεια σου μικρούλη μου. Είμαι περαστικός. Κουράστηκα όλη μέρα σήμερα και σταμάτησα στο σπίτι σας να πιώ ένα ποτήρι νερό, είπε εκείνος.

Ο μικρός τον κοιτούσε μέσα στα μάτια.

- Μοιάζεις τόσο πολύ με τον Άγιο Βασίλη, είπε όλο θάρρος.

Εκείνος γούρλωσε για λίγο τα μάτια. Τελικά κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει από τα παιδιά, είπε από μέσα του.

- Αλήθεια μου λες; Σε ευχαριστώ. Τιμή μου!. Εσύ φέτος έγραψες γράμμα στον Άγιο;, τον ρώτησε.

- Ναι φυσικά και έγραψα. Το πήρε κιόλας, είπε το παιδί. Εχθές που κοίταξα πάνω στο δέντρο δεν το βρήκα.

- Μικρέ μου, θα σου πω ένα μυστικό, είπε πλησιάζοντας το παιδί. Εγώ είμαι ο ταχυδρόμος του Άι Βασίλη και φροντίζω να πηγαίνουν τα γράμματα στο σπίτι του. Προχθές όμως που τον είδα, μου είπε πως επειδή έχασε τα γυαλιά του και τα γράμματα σου είναι πολύ πολύ μικρά, δεν μπορεί να διαβάσει το γράμμα σου. Έτσι με έστειλε σε σένα για να σου ζητήσω να το ξαναγράψεις από την αρχή με μεγάλα καθαρά γράμματα. Πρόσεξε όμως, αυτό που σου λέω πρέπει να μείνει μεταξύ μας. Δεν πρέπει να το μάθει κανείς. Μπορείς να το κάνεις; τον ρώτησε.

- Ναι καλέ μου ταχυδρόμε μπορώ. Πηγαίνω αμέσως στο δωμάτιο μου, είπε το παιδί, κατάπληκτο με την ιστορία που είχε ακούσει.

Ο Άγιος Βασίλης, πήρε το γράμμα κρυφά, ήπιε το ποτήρι με το νερό και αφού τους ευχαρίστησε έφυγε. Το ίδιο έκανε και με τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού. Η ιστορία που είχε πλάσει, πέτυχε. Μισούσε τόσο πολύ τα ψέματα όμως προκειμένου να δει τα χαμόγελα στα πρόσωπα των παιδιών θα έκανε τα πάντα.

Αργά τη νύχτα, επέστρεψε στο σπίτι του. Ήταν κατάκοπος όμως ανακουφισμένος που κατάφερε να βρει μια λύση. Έπεσε για ύπνο αμέσως.

Ξύπνησε νωρίς το επόμενο πρωί. Τεντώθηκε, ζέστανε μια κούπα τσάι και έκατσε στο γραφείο του. Άνοιξε το πρώτο γράμμα.

- Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη, φέτος δεν θέλω δώρα και παιχνίδια. Μου έχεις πάρει άλλωστε τόσα πολλά. Το μόνο που θέλω είναι να σε δω, έστω για λίγο. Μακάρι να έχεις χρόνο και να τα καταφέρεις…

Δεν πίστευε στα μάτια του. Άνοιξε αμέσως το επόμενο. Αμέσως μετά ένα άλλο και ένα άλλο και ένα άλλο... Όλα έγραφαν το ίδιο. Θέλω να σε δω από κοντά!

Το γράμμα που έστειλαν τα παιδιά

Ο Άι Βασίλης, χωρίς να το καταλάβει είχε κάνει πραγματικότητα τις ευχές των παιδιών. Χαμογέλασε πλατιά και ξεκίνησε να γράφει. Αργότερα, τα ξωτικά τον επισκέφθηκαν.

- Όταν μπήκαν μέσα, ένα μεγάλο τραπέζι τους περίμενε στρωμένο.

- Τί είναι όλα αυτά αφεντικό;, απόρησαν.

- Περάστε μέσα αγαπημένοι μου βοηθοί. Σήμερα θα φάμε όλοι μαζί και θα γιορτάσουμε, τους είπε.

- Τι θα γιορτάσουμε;, ρώτησε ο Γκλόρι γεμάτος περιέργεια.

Εκείνος τους τα διηγήθηκε όλα και έπειτα τους αγκάλιασε σφιχτά. Άλλωστε η δική τους ατυχία έφερε τύχη στον Άγιο Βασίλη και χαρά σε όλα τα παιδιά.

Τα ξωτικά με τον Άγιο Βασίλη

Αφού γέλασαν και γιόρτασαν όλοι μαζί ο Άι Βασίλης τους ζήτησε να πιάσουν δουλειά την επόμενη μέρα.

- Θέλω να αφήσετε ένα γράμμα κάτω από κάθε πόρτα, τους είπε.

Το γράμμα έγραφε:

Αγαπητό μου παιδί,

Φέτος τα έκανες όλα τόσο σωστά, που δεν θα μπορούσα να μην πραγματοποιήσω την επιθυμία σου. Να αγαπάς την οικογένεια, τους φίλους και το σχολείο σου. Καλά Χριστούγεννα.

Με αγάπη,

Ο ταχυδρόμος.

ΤΕΛΟΣ

 

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.9 (247 ψήφοι)