Χριστούγεννα

Οι καλικάντζαροι, όπως όλοι πολύ καλά ξέρουμε, είναι εκείνα τα τρομακτικά και άσχημα πλάσματα που ζούνε κάτω από τη γη. Μόνη τους έγνοια όλο το χρόνο είναι να πριονίζουν το δέντρο που τη κρατάει. Χρόνια και χρόνια παλεύουν να το κόψουν όμως ποτέ δεν τα καταφέρνουν.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια βασίλισσα και ένας βασιλιάς. Αυτοί είχαν μια κορούλα, την Άρτεμη. Μετά από πολύ καιρό, η βασίλισσα και ο βασιλιάς γέρασαν, και άφησαν την κόρη τους βασίλισσα στο παλάτι. Αυτοί πήγαν σε ένα εξοχικό, και έζησαν εκεί για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

«Μπρρ! Μανούλα μου κρύο που κάνει!» μουρμούρισε τουρτουρίζοντας ένα ποντικάκι.

Μέρες τώρα τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης, ψάχνοντας να τρυπώσει κάπου για να ζεσταθεί.

«Τι μέρος είναι αυτό; Όλο μπετόν και άσφαλτο. Δε μπορούσε να έχει λίγο χωματάκι να σκάψω να χωθώ μέσα; Ή κανένα αχυρώνα να κουρνιάσω στο ζεστό χόρτο;»

Έφτασε εκείνη η εποχή του χρόνου. Σακιά ξέχειλα ζάχαρη άχνη στοιβάζονται πλάι σε καβουρντισμένα αμύγδαλα, έτοιμα να σκεπάσουν μοσχοβολιστούς κουραμπιέδες, αμέσως μόλις κρυώσουν. Καρύδια περιμένουν να στολίσουν αφράτα μελομακάρονα. Ήσυχα-ήσυχα τα μελομακάρονα περιμένουν τη σειρά τους για να βουτήξουν στο μέλι.

Μια φορά και έναν καιρό ένας Άγιος Βασίλης κόκκινος και στρουμπουλός. Αφού ταξίδεψε και μοίρασε τα δώρα του σε όλα τα παιδιά του κόσμου, ήρθε η ώρα να επιστρέψει πίσω στο σπίτι μαζί με τούς αγαπημένους ταράνδους.

Μια φορά και έναν καιρό ... παραμονή Χριστουγέννων, αφού ο Άγιος Βασίλης μοίρασε όλα τα δώρα στα παιδιά, έφυγε ευχαριστημένος με το έλκηθρό του για το χωριό. Εκεί τον περίμενε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, η Αγιο-Βασιλίνα, τα ξωτικά και οι τάρανδοι... Θα διασκέδαζαν όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο, θα έτρωγαν και θα άκουγαν τις εμπειρίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη. Καθώς περνούσαν υπέροχα, χόρευαν και τραγουδούσαν, τα ξωτικά περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν ιστορίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη και των ταράνδων. Ενώ λοιπόν, ξεκίνησε να εξιστορεί για όλα όσα του συνέβησαν και τις ανησυχίες που είχε, μπαίνοντας στα σπίτια, για να μη ξυπνήσει κάποιο παιδάκι και τον δει...

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν στο χωριό. Ο Άγιος Βασίλης είχες τόσες πολλές δουλειές που δεν είχε χρόνο ούτε να κοιμηθεί. Αμέτρητες παιδικές επιθυμίες που έπρεπε να εκπληρωθούν. Πήρε ένα φλιτζάνι τσάι και έκατσε στο γραφείο του. Άνοιξε το συρτάρι και έπιασε τον σκονισμένο χάρτη. Ένα χρόνο είχε να τον δει. Πήρε το κόκκινο μολύβι του και άρχισε αμέσως να σημειώνει τα σπίτια που θα επισκεπτόταν το βράδυ της πρωτοχρονιάς. Είχε τόση δουλειά που σίγουρα θα τον έπαιρνε το βράδυ.

Τα παραμύθια έχουν υπόβαθρο κυρίως την κουλτούρα και την παράδοση των λαών, καθώς και τους θρύλους που δημιουργήθηκαν από παραλλαγές διηγήσεων ζητημάτων που κινούσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, και μεταποιημένων αναλόγως πώς εξυπηρετείτο το συμφέρον και η φαντασία τους. Γι αυτό το λόγο πολλές ιστορήσεις και διηγήσεις έχουν κοινή ρίζα, κυρίως όσες βασίζονται στη θρησκεία και στα ήθη και έθιμα του κάθε λαού.  

Αγαπημένε μου φίλε, η μαμά μου όταν ήμουν μικρούλι, πιο μικρούλι φαντάσου από εσένα, συνήθιζε να μου τραγουδάει ένα πολύ όμορφο, γλυκό τραγουδάκι:

Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος στο βασίλειο του ουρανού επικρατεί αναστάτωση. Όλοι οι άγγελοι θέλουν να κάνουν τα Χριστούγεννά μας όσο πιο όμορφα γίνεται. Άλλοι ετοιμάζουν το χιόνι που θα πέσει, άλλοι φροντίζουν το πνεύμα των Χριστουγέννων να πάει παντού, κάποιοι ετοιμάζουν τα μικρά θαύματα που θα γίνουν, κάποιοι άλλοι ελέγχουν τα φτερά τους ώστε να είναι έτοιμα για να πετάξουν από άκρη σε άκρη σε όλη τη γη και όλοι ψέλνουν με την υπέροχη, αγγελική φωνή τους.

Μια φορά κι έναν καιρό, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.

Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.

Η Πέππα είναι πέντε χρονών και ζει με τους γονείς της και τον μικρό της αδελφό, τον Τζορτζ. Πρόκειται για μία αξιολάτρευτη οικογένεια, που όμως δεν είναι και τόσο συνηθισμένη, γιατί ειναι μία οικογένεια γουρουνιών!

Μια φορά και έναν καιρό, βαθιά στο δάσος, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος κι ο δροσερός αέρας σχημάτιζαν ένα γλυκό ήσυχο μέρος, μεγάλωνε ένα μικρό, όμορφο έλατο.

Κάτω από τη Γη υπάρχει ένα μεγάλο δένδρο, ωσάν στύλος πελώριος, και γερός, και βαστάει τη γη. Έτσι έλεγαν οι παλαιότεροι. Εκεί κάτω ευρίσκονται όλο το χρόνο οι Καλικάντζαροι και δουλεύουν νύκτα και ήμερα.