Μαμά θέλω καινούρια παπούτσια!
- Κι άλλα; Πριν δυο βδομάδες πήραμε!
- Κι άλλα…
- Να ρωτήσω γιατί;
- Να… Νομίζω πως δε με συμπαθούν πολύ… Και φοβάμαι μη μου κάνουν κακό όπως στο μικρό
Λουκά κάποτε.
- Ποιόν Λουκά; Τι;
- Τον Λουκά με τα παπούτσια… Μας είπε η κυρία σήμερα μία ιστορία, και νομίζω ότι θα πάθω το ίδιο με τον Λουκά…
- Τι ιστορία; Ποιόν Λουκά; Μήπως έφαγες πάλι όλα τα γλυκά;
- Όχι, άκου…
Μία φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα παιδάκι, ο Λουκάς, και είχε πάρει ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια. Τα παπούτσια αυτά, ήταν για πάρα πού καιρό κλεισμένα μέσα στο μαγαζί, διάφορα παιδικά ποδαράκια τα δοκίμαζαν, αλλά τελικά κανένα παιδί δεν τα αγόραζε. Ήταν πολύ στεναχωρημένα που κανείς δεν τα προτιμούσε, αλλά τελικά, αυτό που τα στεναχωρούσε περισσότερο, ήταν ότι δεν έβγαιναν έξω για να πάνε βόλτα και να περπατήσουν σε πεζοδρόμια, δρόμους, πάρκα, χώματα, όπου πατάνε δηλαδή τα παπούτσια. Ώσπου κάποια στιγμή, ύστερα από πάρα πολύ καιρό, μπήκε στο μαγαζί ο Λουκάς, και, αυτά θέλω, είπε με το που τα’ δε. Τα παπούτσια δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τη χαρά τους. Θα πήγαιναν επιτέλους βόλτα! Και ο Λουκάς δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη χαρά του. Πήρε καινούρια παπούτσια! Χαρούμενος ο Λουκάς έβαλε τα παπούτσια, χαρούμενα τα παπούτσια μπήκαν στα πόδια του Λουκά. Και βγήκε την πρώτη του βόλτα. Όμως με το που ξεκίνησε να περπατά ο Λουκάς
- Πάμε από δω, έχει ένα συντριβάνι, είπε το ένα παπούτσι.
- Όχι από δω, έχει μαγαζί με παιχνίδια, είπε το άλλο.
- Όχι από δω, έχει παιδική χαρά.
- Όχι από δω, έχει ένα γατάκι.
- Όχι από δω έχει ένα μεγάλο δρόμο.
- Όχι από δω, πουλάνε παγωτά.
- Όχι από δω, ακούγεται μουσική.
- Όχι από δω, έχει ένα σκυλάκι.
- Όχι από δω, μυρίζει λουκάνικο.
- Όχι από δω, είδα ένα ωραίο ζευγάρι παπούτσια πάμε να γίνουμε φίλοι...
Και κάπως έτσι, ο Λουκάς, κάθε φορά που έβγαινε βόλτα, σκόνταφτε και έπεφτε γιατί τα παπούτσια τον τραβούσαν τόσο πολύ εκεί που ήθελαν αυτά να πάνε και παραπατούσε. Ώσπου μία μέρα που μάλωναν, και το ένα ήθελε να πάει δεξιά, και το άλλο αριστερά, σκόνταψε και στραμπούληξε το πόδι του. Τα παπούτσια έμειναν στο σπίτι δύο βδομάδες, γιατί ο Λουκάς δεν μπορούσε να περπατήσει.
- Εσύ φταις, έλεγε το ένα.
- Όχι εσύ, έλεγε το άλλο.
Και έτσι μαλώνανε συνέχεια. 'Ώσπου βαρέθηκαν να μαλώνουν και έκατσαν αμίλητα στην παπουτσοθήκη. Ο Λουκάς έγινε καλά, και ήταν έτοιμος για την πρώτη του βόλτα. Τα έβαλε, και βγήκε να περπατήσει.
- Τι ωραία που είναι στο δρόμο, είπε τότε το ένα παπούτσι.
- Ναι, συμφώνησε το άλλο.
- Ακόμα και το τσιμεντένιο πεζοδρόμιο όμορφο μου φαίνεται.
- Ναι, και η διαδρομή για το σχολείο, και ας την έχουμε κάνει τόσες φορές…
Από τη μέρα εκείνη τα παπούτσια ήταν αγαπημένα, και απολάμβαναν κάθε τους έξοδο. Όσο για τον Λουκά, δεν ξαναέπεσε…
- Αυτή είναι η ιστορία, γι’ αυτό θέλω παπούτσια, για να μη γίνω σαν το Λουκά.
- Και άμα είναι τα καινούρια σου σαν του Λουκά… Καλέ μου, η ιστορία αυτή θέλει να σου πει να μην είσαι αχόρταγος, να μη θες συνέχεια πράγματα πέρα από αυτά που έχεις και να απολαμβάνεις αυτά που έχεις, όπως εσύ πρέπει να χαρείς τα παπούτσια σου, και να μη ζητάς καινούρια πριν την ώρα τους…
Κείμενο: Άννα Πατσώνη
Εικόνες: Παιδικά Παραμύθια
" Ο Λουκάς και τα παπούτσια"