Μόλυ η Κιμωλία

Συγγραφέας παραμυθιού

Είμαι η Μόλυ η μωβ κιμωλία, και αποφάσισα να σας πω την ιστορία μου. Τον λόγο, θα τον καταλάβετε στο τέλος. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ζω σε ένα κουτί, μαζί με τις εννιά πολύχρωμες αδερφές μου.

Στην αρχή ζούσαμε στο εργοστάσιο μαζί με ένα σωρό άλλους φίλους μας. Εκεί περνούσαμε πάρα πολύ όμορφα γιατί ήμασταν πολλές μικρές-ψηλές πάντα κιμωλίες που μόλις είχαμε έρθει στον κόσμο και ρωτούσαμε για τα πάντα. Τι είναι αυτό; Τι κάνει εκείνο; Τι κάνουμε εμείς; Δεν γνωρίζαμε, μόνο χαχανίζαμε όλη μέρα ή κλαίγαμε πού και πού όταν κάποιος μας πείραζε.

Ώσπου μία μέρα, μας έβαλαν σε ένα φορτηγό για να μας μεταφέρουν. Στο δρόμο κλαίγαμε όλες και θέλαμε την μαμά μας αν και κανείς δεν γνώριζε ποια ήταν. Μας πήγαν σε μία αποθήκη, μαζί με ένα σωρό άλλα πράγματα: Είχε στυλό, μολύβια, γόμες, ξύστρες, μπογιές, αυτοκόλλητα, συνδετήρες, ψαλίδια και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Όμως τελικά, στην αποθήκη αυτή, περάσαμε όμορφα γιατί ήμασταν μία τεράστια παρέα και μιλούσαμε όλη την ώρα.

Τα στυλό, σαν σίγουρα για τον εαυτό τους που δεν αλλάζουν σχήμα και μένουν πάντα ίδια, ήταν λίγο ξινά και ψηλομύτικα. Ειδικά τα πολύχρωμα και αυτά με την χρυσόσκονη. Ήταν τόσο φαντασμένα που τους ένοιαζε μόνο το χρώμα τους. Αλλά τα υπερτρισχειρότερα, ήταν τα αυτοκόλλητα. Ήταν τόσο πολλά, και έλεγαν πως τα παιδιά τρελαίνονταν πιο πολύ απ΄ όλα γι΄ αυτά. Τους τα δίνουν μάλιστα οι δασκάλες για δώρο, όταν παίρνουν καλούς βαθμούς, ή οι μαμάδες τους όταν είναι φρόνιμα και τα φυλάνε για χρόνια ολόκληρα σε άλμπουμ. Αντίθετα, οι γόμες και τα μολύβια ήταν πολύ καλά και είχαν ακριβώς τους ίδιους φόβους με εμάς τις κιμωλίες, ότι θα λιώσουν, θα κοντύνουν και τελικά δεν θα υπάρχουν καν. Αυτό το μάθανε από κάτι υπαλλήλους στην αποθήκη. Αν εξαιρέσουμε την υπερβολική ησυχία που επικρατούσε στο υπόγειο και το ότι είχε συνέχεια σκοτάδι, κατά τ΄ άλλα ήταν υπέροχα με όλους αυτούς τους γείτονες που είχαμε!

Μέχρι τη μέρα που μπήκαν δύο πελώριοι άντρες, με κάτι τεράστια καρότσια, και άρχισαν να πετάνε μέσα εμένα και τους φίλους μου. Τρόμος μας έπιασε όλους! Τα στυλό και τα αυτοκόλλητα, ζητούσαν συγγνώμη που ήταν τόσο περήφανα και συμπεριφέρονταν έτσι στις καημένες κιμωλίες και τα μολύβια. Τα χαρτιά, σαν χάρτινες φύσεις, άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς. Οι γόμες, ήθελαν να σβηστεί η ανάμνηση αυτή και άλλη παρόμοια να μην υπάρξει.

Και κάπως έτσι χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθηκαμε σε ένα μεγάλο φορτηγό. Ο ένας πάνω στον άλλο, χωρίς καθόλου χώρο, πατημένες σαρδέλες, σφιχτά δεμένες μεταξύ τους. Το φορτηγό ξεκινάει χωρίς να το καταλάβουμε, και βγάζουμε όλοι μία κραυγή που όμοιά της δεν υπάρχει στον πλανήτη γη. Ουρλιάζαμε συνεχόμενα δίχως σταματημό, μέχρι που η φωνή μας αδυνάτισε. Κουραστήκαμε, εξαντληθήκαμε, λαχανιάσαμε...

Και τότε, καθώς μπαίναμε κουρασμένες και αλαφιασμένες και λαλιά δεν είχαμε άλλη να βγάλουμε ακούσαμε μία όμορφη μελωδία. Πρώτη φορά στη ζωή μας ακούγαμε κάτι τέτοιο. Αρχίσαμε να παρακολουθούμε τους ήχους, πως συνδέονταν μεταξύ τους από τον ένα στον άλλο. Και αυτό μας ηρέμησε και άρχισε να μας αρέσει η διαδρομή με το φορτηγό. Αφεθηκαμε στη μουσική, κλείσαμε τα μάτια και ονειρεύτηκαμε…

Μα ξαφνικά, σταμάτησε απότομα και η όμορφη μουσική και το φορτηγό. Όλες ξεσπάσαμε σε φωνές. Τι θα γίνει τώρα; Θα πεθάνουμε; Αναστατωθήκαμε και πάλι. Ο άντρας που μας είχε πάρει από τα ράφια, ο ίδιος μας έβγαλε και τώρα από το φορτηγό, μας έβαλε σε ένα καρότσι, την μία πάνω στην άλλη και άρχισε να περπατά.

Μόνο η κίτρινη αδερφή μας η Κατρίνα απολάμβανε τη διαδρομή, και έλεγε πως δε θα άντεχε να περάσει όλη της τη ζωή στο ίδιο μέρος. Όλες τις υπόλοιπες, μας έλουζε κρύος ιδρώτας. Μείναμε στο καρότσι, σε μία γωνιά για πολλή ώρα. Εκεί ακούγαμε διάφορες φωνές και φοβόμασταν όλο και περισσότερο. Έρχονταν άνθρωποι που ζητούσαν μολύβια, στυλό και άλλα αντικείμενα και στη συνέχεια έφευγαν. Τι έπαιρναν; Που πήγαιναν;

Ύστερα από αρκετή πλέον ώρα,οι φωνές σταμάτησαν. Έμεινε μόνο ένας άνθρωπος μέσα, αυτός που έδινε στους άλλους αυτά που ζητούσαν. Αυτός ξεκίνησε να μας πλησιάζει. Εμείς τραγουδούσαμε το πένθιμο εμβατήριο μας από το φόβο μας. Ήρθε, μας πήρε, και άρχισε να πηγαίνει προς κάτι ράφια. Μας έβγαζε προσεκτικά μία μία και μας έβαλε σε διάφορα μέρη του βιβλιοπωλείου. Ήμασταν καλά και υγιείς! Μόνο που δεν είχαμε ιδέα που βρισκόμασταν!

- Είμαστε μόνοι; ακούστηκε μία φωνή.

- Μάλλον, απάντησε μία άλλη.

- Παιδιά, ζούμε ακόμα;

- Ναι, ακούγεται από κάπου.

- Πώς σας φαίνεται εδώ;

- Δε ξέρουμε, καλά είναι προς το παρόν. Να δούμε αύριο όμως τί θα γίνει...

- Καλώς ήρθατε στην παρέα μας, είπε ένα στυλό που μας άκουγε τόση ώρα, το μέρος που βρισκόμαστε, λέγεται βιβλιοπωλείο. Δε ξέρουμε τι γίνεται όταν φεύγουμε από εδώ, πάντως περνάμε καλά. Έχει ήλιο, αέρα, φωνές ανθρώπων, άλλους παρόμοιους με εμας, και κάνουμε καλή παρέα. Ειδικά όταν ο κόσμος σταταει να έρχεται το βράδυ. Μόνο όταν παίρνουν κάποιον από μας αναστατωνόμαστε, αλλά τι να κάνουμε... Αυτό είναι τώρα το σπίτι μας τώρα και δε μπορούμε να πάμε κάπου αλλού.

- Καλά τα λες, είπαν οι συνδετήρες, και σιγά σιγά συμφώνησαν όλα τα γύρω αντικείμενα με τα όμορφα λόγια που είπε το στυλό.

Δε θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά, το πρώτο μας βράδυ στο βιβλιοπωλείο. Γνωριστήκαμε με τα υπόλοιπα αντικείμενα και δεν κλείσαμε μάτι μέχρι το πρωί. Όταν ο ήλιος βγήκε και λίγο πιο μετά, ένας ήχος μας ξύπνησε. Ο άντρας που είχε μείνει τελευταίος, μπήκε μέσα στο μαγαζί. Αλλά ήμασταν πολύ κουρασμένες για να αναστατωθουμε...

Από εκείνη τη μέρα και ύστερα, συνηθίσαμε τον ήχο αυτό, και ήταν πλέον το γλυκό μας ξύπνημα. Και ο άντρας, πλέον είναι ο βιβλιοπώλης μας. Είναι πολύ καλός, και ακούει συνέχεια μουσική, που όπως είναι γνωστό, μας αρέσει πολύ. Πέρα από τη μουσική, ακούγαμε και τους ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν και να λένε διάφορα... Μάθαμε για παιδιά, για εγγόνια για φίλους. Είδαμε παιδιά, γονείς, και όλων των ειδών ανθρώπους να περνούν με χαρά αυτό που ήθελαν…

Γραφική ύλη

Και έτσι περνούσαν ο καιρός, μέχρι που, ύστερα από πολλές μέρες, έφτασε η μέρα. Η μέρα, που μπήκε στο βιβλιοπωλείο μία κυρία, και ζήτησε πέντε κουτιά κιμωλίες! Με μιας, χωρίς να το καταλάβουμε, ήρθε ο βιβλιοπώλης και πήρε εμάς μαζί με τέσσερα άλλα κουτιά. Τα υπόλοιπα, μας αποχαιρέτησαν σιωπηλά και μας ευχηθηκαν καλή τύχη!

Όλα τα υπόλοιπα, έγιναν πολύ γρήγορα. Ειμασταν μέσα σε μια σακούλα. Μια κυρία την κρατούσε και περπατούσε. Δεν είχαμε ιδέα που μπορεί να πηγαίνει. Αλλά πλέον ξέραμε πως δε μπορούμε να κάνουμε κάτι. Σύντομα φτάσαμε σε ένα σχολείο και καταλάβαμε την χρήση μας. Με εμάς, γράφουνε οι άνθρωποι στον πίνακα. Όσο γράφει κάποιος, εμείς λιώνουμε και κονταίνουμε. Και λιώνουμε και κονταίνουμε τόσο, που δυστυχώς μετά πεθαίνουμε. Αυτή είναι η ζωή μας.

Οι άσπρες αδερφές μας, είναι αυτές που πεθαίνουν πρώτες μιας και όλοι οι δάσκαλοι γράφουν με αυτές και τις χρησιμοποιούν περισσότερο . Εμείς τα υπόλοιπα χρώματα, ζούμε πιο πολύ . Αλλά μας κακομεταχειρίζονται συχνά! Τις περισσότερες φορές, μας σπάνε στα δύο μόλις μας πιάνουν, μάλλον γιατί τους βολεύει και τότε πονάμε λιγάκι. Πολλοί δάσκαλοι, άμα νευριάσουν με κάτι, μας χτυπάνε δυνατά στον πίνακα, και αυτό πονάει πιο πολύ απ΄ όλα γιατί είναι κάτι που το κάνουν με θυμό. Και τα παιδιά φοβούνται. Άλλα εμείς δεν θέλουμε να φοβούνται τα παιδιά…. Αλλά και τα παιδιά μας πονάνε, όταν μας έχουν σαν πυρομαχικά και παίζουν πόλεμο μεταξύ τους στα διαλείμματα. Η όταν μας τρίβουν στον πίνακα και να κρατάνε τα τρίμματα. Τους αρέσουν πολύ αυτά τα παιχνίδια. Πονάμε πολύ και με αυτό, αλλά πολλές φορές κρατάνε τα τρίμματα και τα κάνουν ζωγραφιές. Τότε, χαιρόμαστε, γιατί μας κρατάνε για πάντα η τουλάχιστον για πολύ καιρό. Εμένα ένα κομμάτι μου, βρίσκεται σε ένα σπίτι σε κάδρο, γιατί με τα τρίμματα μου, ένα παιδί έκανε μία μοβ καμηλοπάρδαλη. Και είμαι πολύ χαρούμενη που συνέβαλα σε ένα έργο τέχνης και βρίσκεται ένα κομμάτι μου σε ένα δωμάτιο παιδικό.

Ζωγραφιά με κιμωλίες

Το πιο λυπηρό ίσως απ΄ όλα, είναι όταν κάποιοι έχουν αλλεργία στη σκόνη μας, και δε μπορούν να αναπνεύσουν όταν μας πιάνουν. Αυτό μας στενοχωρεί πολύ, γιατί τους κάνουμε κακό ενώ δεν θέλουμε… Αυτά είναι τα άσχημα του να είσαι μια κιμωλία σε σχολείο….Αλλά υπάρχουν και καλά… το πιο σημαντικό είναι ότι ενώ οι δάσκαλοι και τα παιδιά μας λιώνουν, χάρη σ΄ εμάς μαθαίνουν. Με εμάς δείχνει όλα τα καινούρια πράγματα η δασκάλα στα παιδιά, με εμάς γράφουν όταν σηκώνονται στον πίνακα και όταν γράφουν κάτι σωστά και παίρνουν επιβράβευση απ΄τους δασκάλους τους, εκεί να δεις πώς χαιρόμαστε…Μάλιστα, πολλά παιδιά, με εμάς χαίρονται να ζωγραφίζουν και να κάνουν σχέδια πελώρια στα διαλείμματα που είναι πολύ όμορφα, καμιά φορά, μένουν μέσα στην τάξη κάνα δυο παιδιά και γράφουν πελώρια αστεία πράγματα, για να τα δούνε οι μαθητές όταν μπουν. Για παράδειγμα, με εμένα, έγραψε προχτές ο Βασίλης ΓΙΑΝΝΗΣ+ΤΟΝΙΑ=L.F.E. Είχε πολύ πλάκα. Εντάξει, λυπήθηκα λιγάκι τον Γιάννη που ντράπηκε, αλλά χαχάνιζα κι εγώ με τα παιδιά. Κάτι τελευταίο που μου αρέσει πολύ, είναι ότι με εμάς παίζουν τρίλιζα και κρεμάλα όταν βρέχει έξω και δεν μπορούν να βγουν τα ίδια. Οπότε, εμείς τους σώζουμε από την βαρεμάρα τους και τους κάνουμε να διασκεδάζουν.

Τρίλιζα

Η αλήθεια είναι πως και εγώ και οι αδερφές μου λυπόμαστε που λιώνουμε. Αλλά όσο περισσότερο λιώνουμε, τόσο μαθαίνουν τα παιδιά και περνάνε όμορφα. Και αυτό είναι που έχει σημασία. Επίσης, όλοι πεθαίνουν, όπως μας έχουν πει τα σοφά στυλό σε ένα διάλειμμα που ήταν όλοι έξω και εμείς θρηνούσαμε τον χαμό της άσπρης κιμωλίας. Και οι άνθρωποι,και τα ζώα, και τα φυτά,ακόμα και τα πράγματα. Όλοι ερχόμαστε στη ζωή για λίγο, και μετά έρχονται άλλοι για να συνεχίσουν. Και με αυτά, ξαναβρίσκουμε κουράγιο, και συνεχίζουμε να ζούμε.

Κάπου εδώ, τελειώνει η ιστορία μου. Είμαι η Μόλυ, η μοβ κιμωλία. Ένα κομμάτι μου είναι σε ένα παιδικό δωμάτιο και ένα άλλο πολύ μικρό στο σχολείο. Σε λίγο θα λιώσω και δε θα υπάρχω, αλλά έχω περάσει πολύ όμορφα στο εργοστάσιο με τους φίλους μου, στο βιβλιοπωλείο, που ήρθα σε επαφή με τους ανθρώπους, και, καλύτερα απ΄ όλα στο σχολείο, με τα παιδιά, που γελούσα και γελάω ακόμα κάθε φορά με τα αστεία τους, που ξέρω κι εγώ και οι αδερφές μου ότι παίζουμε πολύ σημαντικό ρόλο στο να μάθουνε καινούρια πράγματα. Και τώρα που λέω την ιστορία μου, διαπίστωσα πως είμαι πολύ ευτυχισμένη!

Τώρα που τα έγραψα όλα αυτά, πάω να κάτσω στη θέση μου, στην ειδική θέση για κιμωλίες που έχει ο πίνακας, γιατί θα μπουν μέσα τα παιδιά και θα καταλάβουν τί σκαρώνω. Να αγαπάτε τις κιμωλίες! Γειά σας φίλοι μου!

Αυτή ήταν η ιστορία της Μόλυ, της μοβ κιμωλίας. Βρέθηκε δύο μέρες αφού την ολοκλήρωσε από την Χριστίνα την ώρα που έψαχνε ένα στυλό που της έπεσε. Την διάβασε κατευθείαν,αγνοώντας τον δάσκαλο που της είχε κάνει παρατήρηση. Στο τέλος, έβαλε τα κλάματα. Όταν ο δάσκαλος την ρώτησε τί έχει, η Χριστίνα του έδωσε το χαρτί. Όταν το διάβασε κι ο ίδιος θάμπωσαν τα γυαλιά του, μάλλον γιατί δακρυσε κι αυτός. Στη συνέχεια, διάβασε το χαρτάκι στα παιδιά. Όλη η τάξη συγκινήθηκε και όλοι πήραν μία απόφαση : Στο σχολείο τους καμία κιμωλία από δω και πέρα δεν θα πετιόταν, αλλά όταν μίκραινε αρκετά από το γράψιμο, θα την έβαζαν στο κιμωλόβασίλειο. Βάλθηκαν να φτιάχνουν τότε το βασίλειο των κιμωλιών. Σε δυο μέρες ήταν έτοιμο. Βασίλισσα ήταν η Μόλυ και μέσα ήταν όλες οι υπόλοιπες κιμωλίες που είχαν γεράσει και ήξεραν τόσα πολλά... Και από τότε, όλες οι κιμωλίες του κόσμου, πηγαίνουν μόλις μικρύνουν στο βασίλειό τους και ζουν εκεί ευτυχισμένες, και λένε στα παιδάκια τις ιστορίες της ζωής τους.

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Άννα Πατσώνη

Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.5 (21 ψήφοι)