Παραμύθι του Παππού Δημήτρη: Αλεπού, η κυρα-Μάρω

Συγγραφέας παραμυθιού

Ήταν Απρίλιος όταν γεννήθηκα. Να πω την αλήθεια δεν έβλεπα τίποτα ούτε την Μαμά που με γέννησε. Ξέρετε γιατί; Τα αλεπουδάκια τις πρώτες δέκα - δεκαπέντε μέρες είναι τυφλά.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου τα αδελφάκια μου ήταν κι αυτά τρομαγμένα. Κλαίγαμε όλα μαζί γιατί δεν είδαμε την μητέρα μέσα στην σκοτεινή φωλιά μας. Η καημένη κυνηγούσε μέρα και νύχτα να μας φέρει κάτι να φάμε. Πατέρα δεν είδα ποτέ μου γιατί όταν ζευγάρωσε με την μαμά μου έφυγε από την φωλιά γιατί οι αλεπούδες είναι μοναχικά ζώα.

Μείναμε στην φωλιά περίπου δύο μήνες μέχρι να σταθούμε στα πόδια μας. Όλο αυτό το διάστημα η μαμά, μας έμαθε πώς να κρυβόμαστε μέσα στα λαγούμια σε περίπτωση που μπει στην φωλιά κάποιο εχθρικό ζώο. Ήταν καλοκαίρι όταν βγήκαμε έξω από την φωλιά για πρώτη φορά. Η μαμά ήταν έξω ξαπλωμένη στο γρασίδι. Εμείς από την πολύ χαρά τρέχαμε και πηδούσαμε σαν τρελά που είδαμε για πρώτη φορά το φως της μέρας. Αλήθεια είναι μεγάλο δώρο του θεού που μας έδωσε τα μάτια ώστε να βλέπουμε τα πάντα γύρω μας.

Ο καιρός περνούσε με χαρά ανέμελα όσο η μητέρα έφερνε να φάμε διάφορα: Πουλιά, Λαγουδάκια, Ποντικάκια, Έντομα, Φιδάκια, Βατραχάκια, Βατόμουρα και διάφορα χορταράκια. Στην αρχή τα έβλεπα να κινούνται και τρόμαξα. Σιγά σιγά η μητέρα, μου έμαθε να κυνηγώ για να χορταίνω την πείνα μου. Είναι ο μόνος τρόπος διατροφής για να ζήσω. Όπως όρισε ο Θεός και η φύση.

Όταν ήμουν ενός χρόνου, η μαμά δεν μου έκανε γενέθλια όπως τα παιδιά των ανθρώπων με τούρτα και κεράκια. Τα γενέθλιά μου ήταν, να μου πει ότι είμαι αρκετά μεγάλη για να βρω την ζωή και την τύχη μου. Η αλήθεια είναι ότι στεναχωρήθηκα πολύ που με έδιωξε από την φωλιά. Την θεώρησα κακιά και άσπλαχνη. Φυσικά μετά από λίγο καιρό κατάλαβα, ότι είχε δίκιο αφού έφερε στον κόσμο εκείνη την άνοιξη άλλα τέσσερα αδελφάκια. Ήταν φυσικό ότι δεν θα χωράγαμε όλοι μαζί στην φωλιά.

Ξέρετε; Η φωλιά των αλεπούδων είναι μια τρύπα σκαμμένη στο έδαφος του δάσους. Μοιάζει σαν τούνελ που κάνουν οι άνθρωποι για να βρουν Κάρβουνο, Μέταλλα, Χρυσό, Διαμάντια και άλλα Ορυκτά.

Η αλεπού φεύγει από τη φωλιά της μαμάς

Την πρώτη μέρα θυμάμαι φεύγοντας από την φωλιά προχώρησα όλη μέρα μέσα στο δάσος, δεν ήξερα που ήταν καλύτερα να κάνω φωλιά. Για καλή μου τύχη είδα ένα κορμό με κουφάλα. Μπήκα μέσα να ξαποστάσω και να έχω μια φωλιά μέχρι να καταλήξω που θα μείνω από δω και στο εξής.

Από ότι κατάλαβα εκεί κοντά στο δάσος ήταν ένα χωριό. Άκουγα τα βράδια τα σκυλιά να γαβγίζουν, οπότε ήμουν σίγουρη ότι οι άνθρωποι έχουν κοτέτσια με κότες που με τρελαίνει η νοστιμιά τους.

Μια νύχτα πήγα στο χωριό να πιάσω καμιά κότα. Ξέρετε ότι εμείς οι αλεπούδες βγαίνουμε για κυνήγι νύχτα γιατί έχουμε πολύ καλή όραση αλλά και ακοή γιατί ο Θεός μας δημιούργησε με μεγάλα αυτιά να ακούμε το παραμικρό.

Λοιπόν ήταν η πρώτη φορά που θα έμπαινα στο χωριό. Έπρεπε να ξεγελάσω τα σκυλιά και δεύτερον πώς να αποφύγω τους ανθρώπους. Δεν μας συμπαθούν γιατί τρώμε τις κότες τους.

Έφτασα στο ποιο απόμακρο σπίτι…. είχε φράχτη. Έβαλα τις φωνές για να παρασύρω τον σκύλο του σπιτιού έξω από το σπίτι. Μετά έτρεξα γρήγορα από την άλλη πλευρά. Σκαρφάλωσα στον φράχτη και έτρεξα γρήγορα στο κοτέτσι. Οι κότες δεν βλέπουν καλά την νύχτα.

Όταν μπήκα στο κοτέτσι, όλες οι κότες έβαλαν τις φωνές. Κακάριζαν ζητώντας βοήθεια. Εγώ γρήγορα άρπαξα μια και έτρεξα πριν έρθει ο σκύλος να με πιάσει. Το έβαλα στα πόδια με την κότα στο στόμα, και χάθηκα στο δάσος. Ήταν αρκετά μεγάλη, έφαγα όσο μπορούσα την υπόλοιπη έσκαψα μια τρύπα και την έκρυψα μέσα. Όταν μια μέρα δεν έχω κάτι να φάω! να βρω την κρυμμένη κότα. Έτσι κάνουν και οι άνθρωποι βάζουν τις τροφές τους στο ψυγείο.

Ξέρω τώρα θα πείτε ότι είμαι πολύ κακό ζώο γιατί έφαγα την καημένη κοτούλα. Ναι! αλλά και εσείς οι άνθρωποι τρώτε κοτόπουλα. Ο Θεός μας έπλασε,να τρώμε κρέας για να ζήσουμε. Όπως και οι άνθρωποι. Εμείς τρώμε ωμές τις τροφές μας, ενώ οι άνθρωποι μαγειρεύετε το φαγητό σας.

Λοιπόν καλά που το θυμήθηκα. Ένα βράδυ βγήκα βόλτα μήπως βρω κάτι να φάω. Όπως περπατούσα μέσα στο δάσος ακούω δυο ποντίκια να τσακώνονται, ποιο από τα δυό θα φάει ένα μεγάλο σκουλήκι.

- Εεεε που πάτε να φύγετε;

- Τι μας πέρασες χαζά ποντίκια να κάτσουμε να μας φας; Μου είπαν τρέχοντας.

- Περιμένετε να σας εξηγήσω. Μην με κάνετε να τρέξω πίσω σας,γιατί είναι σίγουρο ότι θα σας φτάσω.

- Η γονείς… μας είπαν ότι οι αλεπούδες τρώνε τα ποντίκια.

- Καλά σας είπαν... Όμως ποια αλεπού δεν σας είπαν! Καθίστε να σας εξηγήσω ότι μπορούμε να συνεργαστούμε και να κυνηγάμε μαζί.

- Είναι δύσκολο να συνεργαστούμε αφού είμαστε τελείως διαφορετικά ζώα. Αλλά όπως και να έχει εμείς πρέπει να ακούμε τους γονείς μας που θέλουν πάντα το καλό μας.

Απάντησαν τα ποντικάκια και τρύπωσαν γρήγορα στην φωλίτσα τους που ήταν μια μικρή τρυπούλα στο έδαφος.

Πραγματικά ήθελα να τα ξεγελάσω και να φάω ένα απ’ αυτά. Όμως είχαν δίκιο άκουσαν την μαμά τους και έτσι γλίτωσαν.

Εκείνο το βράδυ έμεινα νηστικιά, γιατί συνάντησα τα ποντίκια και έχασα την ώρα μου. Η ζωή είναι πολύ δύσκολη όταν είσαι μόνη αλεπού στο δάσος. Πρέπει να τα κάνεις όλα μόνη. Δύσκολη η μοναξιά, χώρια που κινδυνεύεις από τα μεγαλύτερα ζώα.

Η κυρα Μάρω στο δάσος

Οπότε έβαλα το κεφάλι κάτω και μυρίζοντας γύρισα για μια επίσκεψη στην Μητέρα μου και να δω τα μικρά αδελφάκια μου.

- Γεια σου Μάρω... Πως απ’ εδώ; Είπε η μάνα μου χαρούμενα κουνώντας την φουντωτή ουρά της.

- Ένιωσα μοναξιά και είπα να έρθω για λίγο να σε δω και να δω τα μικρά αδελφάκια μου.

- Καλά έκανες. Πέρασε μέσα στην φωλιά να δεις τα μικρά.

- Πωωω! Πως μεγάλωσαν...

- Ναι είναι πολύ λαίμαργα δεν προλαβαίνω να τα ταΐζω.

- Αααα ρε μάνα είσαι πολύ σπουδαία. Θα βγω για λίγο έξω. Πριν όταν ερχόμουν είδα μερικά ποντίκια,αν πιάσω κανένα θα το φέρω δώρο, να ταΐσεις τα αδελφάκια μου.

- Άντε να δω τι κόρη έξυπνη έχω κάνει. Είπε η μητέρα μου και με συγκίνησε. Δεν πέρασε λίγη ώρα κάτω από ένα θάμνο ήταν ένα μαύρο ποντίκι. Το άρπαξα και τρέχοντας το έφερα στην φωλιά.

- Μάνα έφερα το αγαπημένο φαγητό για τα αδελφάκια μου.

- Μάρω μπράβο... δεν το περίμενα. Είμαι πραγματικά πολύ ευτυχισμένη, όχι τόσο για το δώρο που έφερες, όσο για την επίσκεψη σου. Είμαι πολύ χαρούμενη για σένα που ξεχωρίζεις από τα αδέρφια σου. Δεν έρχονται να δουν τι κάνω…αν είμαι καλά... Αν έχω προβλήματα.

- Μητέρα αν κάποτε έχεις πρόβλημα να στέλνεις μήνυμα. Είμαι στο τέλος του δάσους κοντά στο χωριό. Εκεί μένω έχω κάνει μια φωλιά ίδια με την δική σου.

- Ωχ! Εκεί που μένεις είναι επικίνδυνα …έχει πολλά σκυλιά το χωριό. Εκτός αυτού οι άνθρωποι έρχονται στο δάσος να κόψουν ξύλα για το τζάκι. Άλλοι έρχονται στο δάσος για μανιτάρια, για βατόμουρα που αρέσουν και σε μας. Άλλοι είναι κυνηγοί… μπορεί αν σε δουν να σε σκοτώσουν.

- Μην φοβάσαι μαμά είμαι αρκετά έξυπνη και πονηρή. Μην ξεχνάς οι άνθρωποι με φωνάζουν Πονηρή Αλεπού. Τώρα πρέπει να φύγω μην ξημερώσει και με δουν την μέρα.

- Γεια σου Μάρω χάρηκα που σε είδα. Να έρχεσαι που και που. Μου έδωσες μεγάλη χαρά.

Η μητέρα μου με έγλυψε στην μουσούδα. Έφυγα γεμάτη ικανοποίηση και χαρά που είδα την μάνα μου και τα αδελφάκια μου. Εσείς παιδιά μην ξεχνάτε τους γονείς σας, όταν μεγαλώσετε. Έχουν κάνει μεγάλες θυσίες να σας μεγαλώσουν. Όταν γεράσουν πρέπει να σας βλέπουν συχνά έτσι μόνο θα είναι χαρούμενοι.

Οι μέρες περνούσαν που λέτε. Μια νύχτα του χειμώνα περνούσε έξω από την φωλιά μου, μια αρσενική αλεπού. (Επιστημονικά λέγετε αλεπού σκύλου). Κάναμε παρέα, μαζί κυνηγούσαμε. Στο τέλος έμεινα έγκυος και ο αρσενικός έφυγε ξαφνικά όπως ο πατέρας μου. Μόνη μου γέννησα τα κουτάβια και έκανα ότι ακριβώς έκανε η μητέρα μου για μένα. Τα μεγάλωσα με κάθε θυσία. Έτρεχα μέρα νύχτα να τους φέρνω τροφή.

Μια μέρα έλειπα από την φωλιά για κυνήγι. Έξω από την φωλιά ένα μεγάλος λύκος προσπαθούσε να τρυπώσει για να αρπάξει τα αλεπουδάκια μου.

- Εεεε λύκε τι κάνεις εκεί. Του φώναξα καθώς πλησίαζα.

- Τι κάνω ρε αλεπού δεν βλέπεις;

- Κατάλαβα θες να μπεις στην φωλιά να αρπάξεις τα κουτάβια μου.

- Μπράβο που το κατάλαβες.

- Θέλεις να κάνουμε μια συμφωνία! Του είπα.

- Δεν ξέρω από συμφωνίες... Εγώ πεινάω και αν δεν φάω τα κουτάβια σου θα φάω εσένα.

- Περίμενε και άκου τι θέλω να σου πω. Τα κουτάβια μου είναι πολύ μικρά θα τα κάνεις μια μπουκιά και δεν θα χορτάσεις. Αν θες εμένα πρέπει πρώτα να με πιάσεις κι εγώ τρέχω πιο γρήγορα από σένα. Οπότε δώσε μου τον λόγο σου. Ότι δεν θα ξαναέρθεις εδώ κι εγώ θα σου δώσω τον λαγό που έχω πιάσει.

- Ωραία έλα δώσε μου τον λαγό και δεν θα σε πειράξω.

- Όχι έτσι, γιατί αν έρθω κοντά σου θα πιάσεις εμένα και τον λαγό μαζί.

- Τότε πως θες να συμφωνήσουμε;

- Θα αφήσω τον λαγό εδώ που είμαι. Θα πάω πιο μακριά και μετά έλα να τον πάρεις και να φύγεις.

Ο πεινασμένος λύκος πήρε τον λαγό και εξαφανίστηκε.

Τα δυό κουταβάκια μου μεγάλωσαν μαζί μου. Τα έμαθα όπως όλοι οι γονείς να είναι έξυπνα και φρόνημα παιδιά.

Όταν μεγάλωσαν έπρεπε να πάω στο γνωστό κοτέτσι να αρπάξω κότα για να χορτάσουμε όλοι μαζί. Ήταν απόγευμα μόλις που οι κότες θα έμπαιναν στο κοτέτσι. Μπήκα μέσα στο οικόπεδο και με ένα πήδημα την άρπαξα και δρόμο για την φωλιά μου.

Όμως λόγω της ημέρας με είδε η κοπέλα του σπιτιού. Ποιος ξέρει με παρακολούθησε που πάω και έτσι ήξερε που είναι η φωλιά μου. Πολλές φορές την έβλεπα από μακριά να έρχεται στο μέρος μου εγώ και τα μικρά μου κρυβόμασταν να μην μας δει.

Δεν άντεξα άλλο και αποφάσισα να βγω από την τρύπα μου και να την πλησιάσω. Πραγματικά η κοπέλα ενθουσιάστηκε που με είδε. Άπλωσε το χέρι της και με χάιδεψε στο κεφάλι. Εγώ την μύρισα για να γνωρίσω τι μυρουδιά έχουν οι άνθρωποι. Από τότε κατάλαβα ότι μερικοί άνθρωποι αγαπούν τα ζώα πόσο μάλλον εμένα την αλεπού που με θαυμάζουν για την εξυπνάδα μου.

Μερικοί όμως είναι πολύ κακοί μας σκοτώνουν να πάρουν την γούνα μας για να κάνουν ακριβές γούνες οι κυρίες. Άλλες προτιμούν την φουντωτή ουρά μας. Την βάζουν στο κεφάλι για σκουφάκι. Τα τελευταία χρόνια μερικές οργανώσεις ανθρώπων προσπαθούν να απαγορευτεί η γούνα των ζώων και να φτιάχνουν παρόμοιες γούνες με πλαστικό. Οπότε δεν κινδυνεύουμε οι αλεπούδες τόσο πολύ από τους κυνηγούς.

Οι κίνδυνοι είναι καμιά φορά και από ψηλά. Όπως μια φορά ήταν χειμώνας με μπόλικο χιόνι. Εγώ προσπαθούσα να βρω κάτι να φάω και ένας αετός από ψηλά έπεσε πάνω μου να με πιάσει. Πάλεψα μαζί του και ευτυχώς δεν πρόλαβε να με πιάσει με τα κοφτερά νύχια του. Ευτυχώς γλίτωσα παρά τρίχα που λένε και οι άνθρωποι.

Όμως στην άτυχη ζωή μου ένα από τα παιδάκια μου, ο καφετούλης, όταν μεγάλωσε έκανε πάντα του κεφαλιού του. Δηλαδή δεν ήταν φρόνιμος να ακούσει όπως τα αδελφάκια του τις συμβουλές μου. Λοιπόν μια μέρα έφυγε από το σπίτι και δεν γύρισε πίσω. Πάντα ήθελε να ζήσει στην πόλη. Του εξηγούσα ότι οι αλεπούδες δεν κατοικούμε στις πόλεις. Η ζωή και η τροφή μας είναι στο δάσος.

Ο καφετούλης είχε ακούσει από άλλα αλεπουδάκια ότι τώρα οι άνθρωποι παίρνουν αλεπούδες για συντροφιά στο σπίτι τους όπως τους σκύλους. Τέλος πάντων είμαι πολύ στεναχωρημένη γιατί αυτό το παιδί ήταν άτυχο. Έχασε την ζωή του στην άσφαλτο. Τον πάτησε ένα αυτοκίνητο απ’ ότι μου είπε μια αλεπού που είχε πάει στην πόλη να κλέψει φαγητό από τους κάδους σκουπιδιών.

Γι’ αυτό παιδιά σας συμβουλεύω να ακούτε πάντα τους γονείς σας και μην κάνετε ότι σας λένε φίλοι χωρίς να ξέρουν την ζωή όπως οι γονείς σας. Επίσης δεν πρέπει να περπατάμε στην άσφαλτο. Πάντα στο πεζοδρόμιο, μόνο όταν θέλουμε να πάμε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, προσέχουμε να μην έχει αυτοκίνητα και μετά βαδίζουμε γρήγορα χωρίς να τρέχουμε γιατί μπορεί να σκοντάψετε, να πέσετε καταμεσής του δρόμου και σας κτυπήσει κανένας απρόσεχτος οδηγός. Πιστεύω να μάθατε αυτό που σας είπα, γιατί δεν θέλω να κλαίει η μητέρα σας όπως εγώ.

Μια μέρα καθόμουν σε ένα βράχο και έκλαιγα για τον καφετούλη. Με πήρε ο ύπνος και είδα όνειρο. Ότι ήρθε η κοπέλα από το χωριό να με παρηγορήσει. Όταν ξύπνησα δεν ήταν εκεί. Ταράχτηκα και αποφάσισα μέρα μεσημέρι να πάω στο χωριό μήπως την συναντήσω.

Στο δρόμο συνάντησα ένα μεγάλο Ασβό.Ήθελα να τον διώξω και πήγα κοντά του.

- Καλημέρα. Πως απ’ εδώ; Τον ρώτησα.

- Γιατί ρωτάς κυρά Αλεπού;

- Να σε βλέπω στα μέρη μου για πρώτη φορά και είπα να σε ρωτήσω μήπως θέλεις κάτι!

- Τι να θέλω; Μια φωλιά ψάχνω να βρω και ήρθα στο μέρος σου.

- Αααα ωραία έχει μια φωλιά αλεπούς πάνω ψηλά στο βουνό αν προχωρήσεις ίσια στο μονοπάτι θα δεις κάτι βράχους εκεί κοντά θα την βρεις. Είναι άδεια, η αλεπού έχει φύγει καιρό τώρα από το βουνό.

- Σ’ ευχαριστώ... πρώτη φορά είδα αλεπού να με καλοδέχεται, είπε ο ασβός και έφυγε γρήγορα, να βρει την φωλιά.

Ξέρετε ο ασβός είναι τεμπέλικο ζώο. Δεν κάνει φωλιά, μόνο ψάχνει να βρει φωλιά αλεπούς. Ο πονηρός αφήνει μια δυνατή πορδή στην είσοδο. Έχει μια πολύ άσχημη μυρωδιά που μυρίζει όλη η φωλιά για πολλές μέρες και μας αναγκάζει να φύγουμε και να κάνουμε αλλού φωλιά. Έτσι ο κύριος ασβός κατοικεί στην φωλιά μας.

Λοιπόν πήγα στην φωλιά μου να δω αν πέρασε απ’ εκεί ο ασβός και να δω τα παιδάκια μου πριν φύγω για το χωριό. Ήταν εκεί τα κουταβάκια μου και ησύχασα.

Τα κουτάβια της κυρα Μάρως

Έφυγα στα γρήγορα να πάω στο χωριό μήπως και βρω την κοπέλα που με συμπαθούσε. Έξω από την αυλή βλέπω ένα σκίουρο στο κάγκελο της βεράντας.

- Σκίουρε σε παρακαλώ μην φύγεις. Κάνε μου μια χάρη κτύπα το τζάμι να βγει η κοπέλα από το σπίτι !

- Φοβάμαι μην με πιάσουν;

- Κάνε μου την χάρη θέλω να βγει και να με δει η κοπέλα.

- Εντάξει θα χτυπήσω και μετά θα φύγω.

Πράγματι ο σκίουρος μου έκανε την χάρη και κτύπησε το τσάμι. Πήγα κι εγώ στο κάγκελο να βγει η κοπέλα να την δω αλλά ήμουν άτυχη. Έφυγα τρέχοντας να πάω πίσω στη φωλιά μου γιατί ήταν μέρα και φοβόμουν.

Οι μέρες περνούσαν,τα παιδιά μου μεγάλωσαν και εγώ δεν μπορούσα εύκολα να κυνηγώ γιατί ήμουν γριούλα. Ξέρετε; Η αλεπού δεν ζει πολλά χρόνια... Περίπου τέσσερα με πέντε χρόνια.

Εκεί που δεν το περίμενα… μια μέρα η κοπέλα με βρήκε στο δάσος. Γονάτισε και με άφησε να της γλύψω το πρόσωπο. Ήταν το τελευταίο φιλί που έδωσε και της έδωσα. Κατάλαβα ότι οι άνθρωποι αγαπούν την αλεπού για την ομορφιά της και την εξυπνάδα της.

Τ Ε Λ Ο Σ

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Δημήτριος Γαλουτζής
Εικόνες: www.paidika-paramythia.gr

Disable checkingPremium suggestionsDisable checkingPremium suggestionsDisable checkingPremium suggestionsDisable checkingPremium suggestionsDisable checkingPremium suggestionsDisable checkingPremium suggestions

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)

Ετικέτες

Δώσε αστέρια
Average: 4.9 (9 ψήφοι)