Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα καταπράσινο δάσος με πυκνή βλάστηση και πολλά ζωάκια, ζούσε η Έλλη, η μικρή κοκκινωπή αλεπού που έτρεχε όλη μέρα και κρυβόταν στα χορτάρια, ψάχνοντας έναν καλό φίλο για να παίξει.
δάσος
Ανάμεσα από τους δύο ισχυρότερους καταρράκτες που αποτελούν τα σύνορα μιας πόλης υπάρχει ένα ξεχωριστό χωριό. Είναι περιτριγυρισμένο από καρποφόρα δέντρα, ενώ η παρουσία του έντονου πράσινου καθώς και η παλιά αρχιτεκτονική των κτιρίων σε μεταφέρουν σε μία άλλη εποχή.
Παιδιά, σήμερα θα έχουμε την καλύτερη εκδρομή που κάναμε μέχρι σήμερα. Θα κάνουμε κάμπινγκ στο δάσος, είπε ο πατέρας της Κατερίνας και της Αλεξάνδρας.
Ήταν Απρίλιος όταν γεννήθηκα. Να πω την αλήθεια δεν έβλεπα τίποτα ούτε την Μαμά που με γέννησε. Ξέρετε γιατί; Τα αλεπουδάκια τις πρώτες δέκα - δεκαπέντε μέρες είναι τυφλά.
Μια φορά κι έναν καιρό σ' ένα χωριό κοντά στο δάσος ζούσαν με την οικογένεια τους δυο αδέλφια (ένα αγόρι κι ένα κορίτσι).
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα ποντίκι, ένα πουλί κι ένα λουκάνικο έμεναν μαζί στο σπιτικό τους. Το συντηρούσαν όλοι μαζί, αφού ήταν πολύ αγαπημένα, και στο σπιτάκι τους βασίλευε ειρήνη κι ευτυχία αφού ο καθένας έκανε τη δουλειά του.
Μια φορά κι έναν καιρό, στο μεγάλο δάσος είχε πέσει μεγάλη πείνα. Τα άγρια ζώα, οι αρκούδες, οι λύκοι και οι αλεπούδες, δεν έβρισκαν τίποτε να βάλουν στο στόμα τους και πεινούσαν πολύ!
Μια φορά και έναν καιρό, ένας φτωχός ξυλοκόπος και η γυναίκα του είχαν επτά γιους. Ομως, κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν μάλιστα γεννήθηκε το έβδομο, δεν ξεπερνούσε το μέγεθος ενός ρεβιθιού και γι' αυτό όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη.
Μια φορά και ένα καιρό, έξω από ένα μεγάλο δάσος, ζούσε ένας ξυλοκόπος τόσο φτωχός, που με δυσκολία εξασφάλιζε κάθε μέρα λίγο ψωμί για τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά, τον Χάνσελ και την Γκρέτελ.