Ανάμεσα από τους δύο ισχυρότερους καταρράκτες που αποτελούν τα σύνορα μιας πόλης υπάρχει ένα ξεχωριστό χωριό. Είναι περιτριγυρισμένο από καρποφόρα δέντρα, ενώ η παρουσία του έντονου πράσινου καθώς και η παλιά αρχιτεκτονική των κτιρίων σε μεταφέρουν σε μία άλλη εποχή.
Το κέντρο της κωμόπολης διαπερνά το ποταμάκι της Βρέμης όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι, με τα κρυστάλλινα νερά και τις χρωματιστές βαρκούλες που υπάρχουν στο εσωτερικό του. Χαρακτηριστικό του, είναι τα καταπράσινα βότσαλα στις όχθες του. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως οι παλιοί φρονούσαν πως το ποτάμι αυτό ήταν ένα δώρο του ίδιου του Θεού της θάλασσας Ποσειδώνα. Η μυρωδιά του καθαρού νερού μπλέκει μεθυστικά με εκείνη των λουλουδιών συνθέτοντας ένα μαγευτικό τοπίο.
Δεν είναι όμως αυτά που κάνουν την περιοχή τόσο ενδιαφέρουσα όσο ένας μύθος που επικρατεί γύρω της εδώ και πολλά χρόνια. Ότι δηλαδή, το δάσος του χωριού το φυλούν και το προστατεύουν οι νεράιδες και δεν επιτρέπουν να συμβεί τίποτα κακό. Οι κουβέντες αρχικά λέγονταν από μητέρα σε παιδί σε μια νυχτερινή προσπάθεια ύπνου. Ωστόσο, αργότερα αυτή η ιστορία άρχισε να συζητιέται ακόμη και στα καφενεία που σύχναζαν οι άντρες. Και όλοι συμφωνούσαν πως το δάσος που βρισκόταν στην άκρη του χωριού κάτι έκρυβε καλά μέσα στις πυκνές φυλλωσιές του.
Ο μύθος καλά κρατούσε τόσα χρόνια μέχρι που διαδόθηκε σε ολόκληρη την οικουμένη. Πολλοί ήταν εκείνοι που προσπαθούσαν να εξηγήσουν λογικά την περίεργη αυτή ιστορία χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.Έτσι, από τα πέρατα του κόσμου και συγκεκριμένα από τη μακρινή Ανδαλουσία, ξεκίνησε μια ομάδα τουριστών αποφασισμένη να μάθει την αλήθεια. Ξεκίνησαν πρωί-πρωί για την πεζοπορία τους στο δάσος με την ελπίδα ότι θα συναντούσαν κάτι αξιοπερίεργο. Οι ώρες περνούσαν και ενώ η θέα της δασικής περιοχής ήταν μαγευτική, η απογοήτευση φάνηκε γρήγορα στα πρόσωπά τους. Καθώς, όχι μόνο δεν είχαν συναντήσει τίποτα το ανεξήγητο αλλά είχαν χάσει και τον δρόμο της επιστροφής.
Το φθινοπωρινό αεράκι έκανε τους περιπατητές να αναζητήσουν ένα τρόπο να ζεσταθούν. Μαζεύοντας κάποια ξερά κλαδάκια, κατάφεραν να ανάψουν μια μικρή φωτιά που θα μπορούσε να τους κρατήσει σε μία καλή θερμοκρασία έως ότου ξημερώσει. Κουρασμένοι καθώς ήταν αποκοιμήθηκαν και ξύπνησαν από τις φωνές ενός άνδρα που προσπαθούσε με μανία να σβήσει τη φωτιά. Όλοι πανικοβλημένοι έτρεχαν να βρουν νερό αλλά το ποτάμι του χωριού ήταν μακριά. Μάταιος κόπος σκέφτονταν. Κάτι έπρεπε να γίνει, αλλά τι;
Και τότε μέσα από τις φλόγες δύο γυναικείες φιγούρες αναδύθηκαν. Οι πεζοπόροι τα έχασαν! Τόση ήταν η ομορφιά τους που έμειναν να τις κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό. Η μία φορούσε ένα κάτασπρο μακρύ φόρεμα και τα καστανά μαλλιά της έφταναν στους ώμους. Τους κοίταξε και ύστερα από τα μάτια της άρχισαν να πέφτουν δάκρυα και η φωτιά έσβησε με μιας. Η άλλη με τα μακριά μαύρα μαλλιά και το μπλε φόρεμά της ψέλλισε κάποιους ακατάληπτους ήχους και υψώνοντας τα χέρια της στον ουρανό φύσηξε μία μόνο φορά και η μαύρη γη εξαφανίστηκε και έδωσε τη θέση της στο καταπράσινο χρώμα που υπήρχε και πριν τη φωτιά.
Προτού όμως οι παρουσίες εκείνες χαθούν για πάντα, εμφανίζεται μία ακόμα μικρή νεραιδούλα με ξέπλεκα μαλλιά. Το πολύχρωμο φόρεμά της και η χρυσαφένια της κόμη την κάνουν να φαίνεται σχεδόν απόκοσμη. Είναι εκείνη που τους επαναφέρει στην πραγματικότητα αφού λέει με βροντερή φωνή: «Προσέξτε τα δάση μας!Αυτά είναι που μας δίνουν ζωή. Χωρίς τα δέντρα και τα φυτά είμαστε χαμένοι»
Με τα πολύχρωμα φτερά τους άρχισαν να πετούν μακριά καλύπτοντας τα πάντα με το λευκό εκτυφλωτικό φως τους. Στο διάβα τους, τα πάντα καλύφθηκαν από αστερόσκονη που αφήνουν πάντα πίσω τους οι καλές νεράιδες. Ελπίζουν πως όλη η ανθρωπότητα στο βάθος των αιώνων θα σέβεται, θα αγαπά και προστατεύει τόσο τα δάση όσο και το περιβάλλον.
Κείμενο: Αποστολία Τσιρογιάννη
Εικονογράφηση: www.paidika-paramythia.gr