Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πόλη, ζούσε ο Τομ, ένα ήσυχο και όμορφο παιδάκι μαζί με την οικογένεια του. Το όνειρο του ήταν να γίνει ένας σπουδαίος και τρανός μάγειρας που όλοι θα τον θαύμαζαν. Πολλές φορές στεναχωριόταν γιατί ήταν πολύ μικρός και είχε πολλά χρόνια ακόμα μπροστά του ούτως ώστε να καταφέρει να μαγειρέψει μόνος του.
Ήταν μόλις 8 χρονών και η μαμά του δεν τον άφηνε καλά καλά να πλησιάσει τον φούρνο της δικής τους κουζίνας. Απλώς καθόταν στο τραπέζι και από μακρυά χάζευε τα καλούδια που ετοίμαζε κάθε μέρα η μαμά του για να ευχαριστήσει όλη την οικογένεια. Η σκέψη του Τομ όμως κάθε φορά ταξίδευε, όχι σε σύννεφα αλλά σε λόφους από κατσαρόλες, μεγάλες κουτάλες, και μπολ με άφθονο παγωτό, το οποίο φανταζόταν ότι έφτιαχνε με τα χεράκια του και το πρόσφερε στους φίλους του.
Οι γονείς του, τον αγαπούσαν πολύ και πάντα του έκαναν όλα τα χατίρια. Ως λάτρεις του τσίρκου, συχνά διασκέδαζαν όλοι μαζί σαν οικογένεια βλέποντας πολλές παραστάσεις. Υπήρχε όμως ένα μεγάλο πρόβλημα. Ο Τομ αντί για κορύνες και μπάλες, έβλεπε να πετούν στον αέρα πίτσες με άφθονο τυρί και ντομάτα και αντί για πύρινα στεφάνια, πύρινα τηγάνια. Οι ζογκλέρ είχαν γίνει για αυτόν μάγειρες και δεν φορούσαν περίεργες στολές, μπέρτες και αστεία κουστούμια αλλά ποδιές μαγειρικής.
Μια μέρα λοιπόν και ενώ ο Τομ είχε πάει στο τσίρκο μαζί με τους γονείς του για να δουν μια παράσταση του ήρθε μια μεγαλοφυής ιδέα. Στην πίσω μεριά του τσίρκου, υπήρχε ένα μεγάλο κτήριο, στο οποίο, όπως ακουγόταν κατοικούσε ο μεγαλύτερος μάγειρας της πόλης, ο Κύριος Ρουσό. Ο Τομ σκέφτηκε πως δεν θα πείραζε για λίγο να φύγει από την παράσταση για να πάει να δει έστω και απ’ έξω, την μεγαλοπρεπή έπαυλη του μάγειρα. Έτσι, χωρίς να τον πάρουν είδηση οι γονείς του έσκυψε και σιγά σιγά περνώντας μέσα από τα καθίσματα και ανάμεσα από τα πόδια των θεατών κατάφερε και ξεπήδησε στην πίσω μεριά του τσίρκου, στα παρασκήνια εκεί που οι ηθοποιοί πρόβαραν τους ρόλους τους και άλλαζαν κουστούμια.
Για κακή του τύχη όμως, και πριν προλάβει να βγει προς την έξοδο συνάντησε μπροστά του έναν ψηλό κλόουν.
- "Καλησπέρα αγόρι μου, που πηγαίνεις; Μήπως έχασες τους γονείς σου;" τον ρώτησε.
- "Όχι με συγχωρείτε, ψάχνω απλώς την έξοδο", αποκρίθηκε ο Τομ.
- "Από εδώ είναι τα παρασκήνια του τσίρκου μικρέ, η έξοδος είναι από την άλλη μεριά".
- "Σας ευχαριστώ πολύ για την βοήθεια, πηγαίνω αμέσως προς τα εκεί", είπε ο Τομ με τρεμάμενη φωνή.
- "Δεν μπορείς να φύγεις τώρα από εδώ, η παράσταση βρίσκεται σε εξέλιξη τώρα, άσε που η έξοδος είναι κλειστή, μα καλά που είναι οι γονείς σου;" ρώτησε ο κλόουν.
Μπίνγκο! Αυτό είναι, σκέφτηκε ο Τομ. Ο κλόουν σύντομα θα έβγαινε στην σκηνή για να παρουσιάσει το νούμερο του. Αποφάσισε στιγμιαία να περιμένει τον κλόουν να φύγει και έπειτα να το σκάσει. Κανένας δεν θα του στερούσε την επιθυμία του να δει την έπαυλη. Έτσι απευθύνθηκε προς τον κλόουν με περισσότερο θάρρος και του είπε:
- "Κύριε κλόουν με συγχωρείτε όμως οι γονείς μου με έστειλαν εδώ καθώς έψαχνα να βρω ένα πακέτο με χαρτομάντιλα διότι ο μπαμπάς μου έχει λίγο συνάχι".
- "Α μάλιστα. Πρέπει να κατευθυνθείς προς το κυλικείο τότε. Μάλλον όμως έχεις χάσει τον δρόμο. Πήγαινε αριστερά και αμέσως μετά δεξιά. Πρέπει να σε αφήσω τώρα, βγαίνω στην σκηνή να παρουσιάσω το νούμερο μου", είπε ο κλόουν.
Ο Τομ λοιπόν, αφού σκαρφίστηκε αυτή την περίεργη ιστορία, έψαχνε να βρει όσο τον δυνατόν γρηγορότερα την έξοδο κινδύνου για να φύγει από το τσίρκο. Η παράσταση είχε αρχίσει και μπορεί να ένιωθε λίγο άσχημα που είπε ψέμματα όμως το έκανε μόνο και μόνο από την επιθυμία του να δει αυτή την έπαυλη που τόσο πολύ θαύμαζε. Κάτι τον οδηγούσε προς τα εκεί, λες και ήξερε τι επρόκειτο να συμβεί.
Βρήκε γρήγορα την έξοδο. Αμέσως πέρασε τον δρόμο και έφτασε στην έπαυλη του μάγειρα Ρουσό. Πλησίασε προς την είσοδο και εκεί κοντοστάθηκε καθώς είδε ένα μεγάλο βιβλίο πεσμένο κάτω. Η περιέργεια αμέσως τον κυρίευσε, το άνοιξε. Τα μάτια του έλαμψαν όπως τα αστέρια, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ήταν το βιβλίο μαγειρικής του μάγειρα, γεμάτο με τις λαχταριστές συνταγές που όλοι θαύμαζαν. Προφανώς του είχε πέσει. Ο Τομ δεν ήξερε πως να αντιδράσει, είχε μείνει κατάπληκτος.
Ο Τομ δεν ήξερε τι να κάνει. Σκεφτόταν από την μία να κρατήσει το βιβλίο απλά και μόνο να το ξεφυλλίσει με την ησυχία του στο σπίτι του, αλλά από την άλλη φοβόταν να πάρει τέτοιο ρίσκο. Έκρυψε αμέσως το βιβλίο κάτω από την μπλούζα του. Πριν καν προλάβει να ολοκληρώσει την σκέψη του, οι γονείς του βγήκαν από το τσίρκο. Ο πατέρας του έτρεξε προς το μέρος του και τον άρπαξε από το χέρι.
- "Τομ που ήσουν αγόρι μου; ανησυχήσαμε. Μήπως τρόμαξες με το νούμερο του Ρόμπι του τρομακτικού κλόουν με την πλαστική μύτη; Χα χα! γέλασε δυνατά. Είχε πολύ πλάκα".
- "Εεε ναι μπαμπά, η αλήθεια είναι πως τρόμαξα λιγάκι και βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα, σας περίμενα δεν πήγα πουθενά", απολογήθηκε ο Τομ.
- "Καλό θα ήταν να μας το λες αγόρι μου, αψουυυυ! Πάμε γρήγορα σπίτι γιατί νομίζω πως την άρπαξα. Ταξί, ταξί...", φώναξε ο πατέρας του.
Ο Τομ από μέσα του γελούσε. Κοίτα να δεις που το συνάχι βγήκε αληθινό, σκέφτηκε. Αφού λοιπόν επιβιβάστηκαν στο ταξί, πήραν τον δρόμο για το σπίτι.
Όταν έφτασαν, ο Τομ κάθισε να δειπνήσει με την οικογένεια του. Σκεφτόταν συνέχεια όλα αυτά τα ψέμματα που είχε πει και ένιωθε ντροπή. Αποφάσισε να μιλήσει στον πατέρα του και να του πει όλη την αλήθεια για το βιβλίο των συνταγών που είχε βρει. Ο πατέρας του, καθώς έβλεπε τον Τομ να μιλάει με τέτοιο ενθουσιασμό για τον μάγειρα και το βιβλίο του, δεν μπορούσε να θυμώσει στον γιο του. Πρώτη φορά άλλωστε τον έβλεπε έτσι. Αμέσως τον αγκάλιασε και έδιωξε μακρυά κάθε φόβο που είχε. Έπειτα, του είπε πως θα πρέπει να επιστρέψουν το βιβλίο στον κάτοχο του, καθώς μπορεί να το έψαχνε και να είχε στεναχωρηθεί.
Το επόμενο πρωί, ο Τομ μαζί με τον πατέρα του ξεκίνησαν την βόλτα τους για την έπαυλη του μάγειρα. Ο Τομ ήταν πολύ αγχωμένος, γιατί μπορεί ο πατέρας του να τον είχε συγχωρήσει όμως δεν μπορούσε να προβλέψει και την αντίδραση του μάγειρα Ρουσό. Πίστευε, πως θα θύμωνε πολύ με την πράξη του.
Όταν έφτασαν στην έπαυλη, είδαν κάτι που τους ξάφνιασε πολύ. Τον μάγειρα Ρουσό στην αγκαλιά κάποιου κυρίου, να κλαίει και να φωνάζει:
- "Μπομπ αδερφέ μου, το έχασα για πάντα, πάει το βιβλίο των συνταγών μου, χωρίς αυτό είμαι ένας αποτυχημένος μάγειρας".
Ο Τομ άφησε αμέσως το χέρι του πατέρα του και έτρεξε με θάρρος προς το μέρος του μάγειρα. Τον πλησίασε και με λύπη αποκρίθηκε:
- "Κύριε Ρουσό, σας ζητώ συγγνώμη, εγώ έχω το βιβλίο σας. Δεν χρειάζεται να λυπάστε άλλο, να ορίστε", και αμέσως του το έδωσε.
Ο πατέρας του Τομ έτρεξε αμέσως προς το μέρος τους. Πλησίασε το κύριο Ρουσό και απολογήθηκε λέγοντας του πως ο γιος του δεν είχε καμία πρόθεση να τον στεναχωρήσει. Ο μάγειρας Ρουσό δεν ήξερε τι να πει, από την μια κοιτούσε το βιβλίο και από την άλλη τον Τομ και τον πατέρα του. Ένιωθε τεράστια χαρά που το είχε και πάλι στα χέρια του. Αυτό το αγόρι άλλωστε του φαινόταν φανερά μετανιωμένο.
Ο κύριος Ρουσό δεν θα μπορούσε να αντιδράσει διαφορετικά. Συγχώρεσε αμέσως τον Τομ λέγοντας του:
- "Μικρέ μου, δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη. Παραλίγο να τρελαθώ από την αγωνία μου για το βιβλίο. Εδώ μέσα γράφω τις μυστικές παρασκευές μου. Ευτυχώς που το βρήκες εσύ. Θα μπορούσε να το βρει κάποιος απατεώνας και να μου το κλέψει και μαζί με αυτό όλες μου τις συνταγές. Σε ευχαριστώ! Με έσωσες. Γι' αυτό που έκανες θα ανταμειφθείς νεαρέ μου. Θα σου γνωρίσω κάποιον", είπε ο μάγειρας Ρουσό. "Αυτός εδώ είναι ο Γκαρό, ο γιος μου, δουλεύουμε μαζί τον τελευταίο καιρό και με βοηθάει πολύ. Τα χρόνια περνούν και εγώ μεγαλώνω σιγά σιγά. Όνειρο μου είναι μια μέρα η έπαυλη μου να γεμίσει με νέο κόσμο που αγαπάει την μαγειρική. Μάγειρες με όρεξη (όχι μόνο για φαγητό) αλλά για δουλειά και μάθηση", συμπλήρωσε γελώντας.
Ο Γκαρό χάιδεψε με στοργή το κεφάλι του Τομ. Ο Τομ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Όλες του οι αισθήσεις τον είχαν εγκαταλείψει. Ο μάγειρας Ρουσό όχι μόνο δεν τον μάλωσε όπως περίμενε, αλλά τον ευχαρίστησε. Και ο Γκαρό ήταν τόσο συμπαθητικός. Ο κύριος Ρουσό έπειτα, ζήτησε την άδεια απο τον πατέρα του Τομ να τον ξεναγήσει στην έπαυλη του. Εκείνος δεν μπορούσε παρά να δεχθεί. Άλλωστε είχε καταλάβει πόσο πολύ το επιθυμούσε. Αφού ευχαρίστησε τον μάγειρα Ρουσό για την συμπεριφορά του απέναντι τους, πήρε τον δρόμο της επιστροφής με την συμφωνία να έρθει να τον πάρει μόλις νυχτώσει. Όλα τώρα άρχιζαν.
Ο Τομ θαμπωμένος πια από τον μάγειρα Ρουσό, περπατούσε σαν υπνωτισμένος. Οι εκπλήξεις όμως δεν σταματούσαν εκεί. Βγαίνοντας από την κουζίνα, ο μάγειρας Ρουσό του ανακοίνωσε πως την υπόλοιπη μέρα θα την περνούσαν μαγειρεύοντας, θέλοντας έτσι να τον ανταμείψει για το καλό που του έκανε. Ανέθεσε λοιπόν στον Γκαρό την εκπαίδευσή του. Του έδωσε μάλιστα, μια ποδιά να φορέσει για να ξεκινήσει έτσι το μαγειρικό του ταξίδι.
Ο Τομ τσιμπούσε τα χέρια του για να δει αν όλο αυτό που ζει είναι αλήθεια. Βρισκόταν αυτή την στιγμή, στην μεγαλύτερη έπαυλη της πόλης, πλάι στον πιο διάσημο μάγειρα ο οποίος μάλιστα του είχε δώσει και μια ποδιά ίδια με την δική του. Ο Γκαρό, γελούσε βλέποντας τον Τομ να γουρλώνει συνεχώς τα μάτια του όταν ανακάλυπτε και κάτι καινούργιο.
- "Λοιπόν μικρέ δεν έχουμε πολύ χρόνο", είπε ο Γκαρό, "πρέπει να μπούμε στην κουζίνα. Θα παραθέσουμε ένα δείπνο απόψε. Θα είσαι ο επίσημος βοηθός μου. Πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου γιατί αν τα καταφέρουμε θα κερδίσεις ένα πολύ μεγάλο δώρο. Αυτή η ποδιά θα γίνει δική σου! Σκέφτομαι μια σούπα λαχανικών για πρώτο πιάτο, τι λες;".
Ο Γκαρό και Τομ στρώθηκαν κατευθείαν στην δουλειά. Ο Τομ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έκανε την πρώτη του μαγειρική απόπειρα. Ένιωθε το πιο τυχερό παιδί του κόσμου. Στεκόταν με μεγάλη υπερηφάνεια δίπλα στον Γκαρό και θα έκανε φυσικά τα πάντα για να τα καταφέρει. Υπακούοντας στις συμβουλές του Γκαρό, ο Τομ τον βοηθούσε να ετοιμάσει το δείπνο. Έκοβε τα λαχανικά όπως του είχε υποδείξει ο Γκαρό, και τα έριχνε προσεκτικά μέσα στην κατσαρόλα με το βραστό νερό. Έπειτα πρόσθεσε αλάτι και πιπέρι και όλα τα απαραίτητα μπαχαρικά για την σούπα.
Κάποια στιγμή, ενώ μαγείρευαν, ο Γκαρό απευθύνθηκε με αγάπη προς τον Τομ λέγοντας του πως είναι τόσο καλός μάγειρας και πως βρίσκεται ήδη πολύ κοντά στην κατάκτηση της πολυπόθητης ποδιάς. Τον θεωρούσε ένα ανερχόμενο ταλέντο. Ο Τομ είχε κατενθουσιαστεί, η χαρά του δεν μπορούσε να περιγραφεί με λόγια. Ανακάτευε με τόση λαχτάρα τη σούπα λαχανικών και στο μυαλό τριγυρνούσε συνέχεια η φράση του Γκαρό:
- "Αυτή η ποδιά θα γίνει δική σου". Έπειτα συνέχισαν με τα υπόλοιπα φαγητά τους.
Η σούπα ήταν σχεδόν έτοιμη, έβραζε στην φωτιά. Τότε ο Γκαρό, ικανοποιημένος είπε στον Τομ:
- "Τα κατάφερες μικρέ! Η βοήθεια σου ήταν πολύτιμη. Η σούπα φαίνεται εξαιρετική. Είσαι τόσο κοντά στην κατάκτηση της ποδιάς. Πάμε τώρα στο μαγαζί του πατέρα μου εδώ δίπλα για να τον ενημερώσουμε πως όλα είναι έτοιμα. Ακολούθησε με!".
Ο Γκαρό και ο Τομ κατευθύνθηκαν προς το μαγαζί του μάγειρα Ρουσό, ένα πανέμορφο εστιατόριο στο κέντρο της πόλης. Ο κόσμος φαινόταν από χιλιόμετρα.
- "Ποιος άραγε δεν θα ήθελε να δοκιμάζει και να απολαμβάνει κάθε μέρα τις νοστιμιές αυτού του μάγειρα;" σκέφτηκε ο Τομ.
Μέσα στο πλήθος ξεχώρισαν τον μάγειρα, ο οποίος σχεδόν αγανακτισμένος φώναζε στους πελάτες:
- "Παρακαλώ, ένας ένας στην σειρά σας. Δεν έχω δέκα χέρια για να σας εξυπηρετήσω όλους."
- "Τα χρόνια περνούν και εγώ άρχισα να γερνάω, δεν έχω πλέον υπομονή. Έπρεπε να είναι εδώ ο γιος μου. Άραγε τι να κάνουν αυτά τα παιδιά στην κουζίνα μου, άρχισε να νυχτώνει", σκέφτηκε ο μάγειρας. Ξάφνου εμφανίστηκαν από την γωνία ο Γκαρό και ο Τομ.
- "Πατέρα, όλα είναι έτοιμα, έφτασε η ώρα για το δείπνο!" είπε ο Γκαρό.
Ο μάγειρας Ρουσό άφησε κάποιους από τους βοηθούς του στο εστιατόριο και αμέσως τους ακολούθησε. Αφού πρότεινε να καλέσουν και τον πατέρα του Τομ στο δείπνο, ο οποίος σίγουρα δεν θα έχανε την ευκαιρία να δοκιμάσει τις πρώτες μαγειρικές λιχουδιές του γιού του, έκατσαν όλοι μαζί στο τραπέζι. Το δείπνο ξεκίνησε. Όλοι έτρωγαν με ευχαρίστηση την σούπα που μαγείρεψαν ο Γκαρό και ο Τομ.
Κάποια στιγμή, ενώ έτρωγαν, ο μάγειρας Ρουσό κοντοστάθηκε, άφησε κάτω το πιρούνι του και είπε:
- "Λοιπόν μικρέ ήρθε η ώρα να σου πω κάτι".
- "Τι συμβαίνει, κύριε Ρουσό;" απόρησε ο Τομ.
- "Είναι η πρώτη φορά στην ζωή μου που βλέπω έναν τόσο μικρό σε ηλικία μάγειρα να τα καταφέρνει τόσο καλά! Εύγε! Όλα είναι πεντανόστιμα".
- "Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια" , είπε ο Τομ.
- "Εγώ σε ευχαριστώ", είπε συγκινημένος ο μάγειρας. "Που φρόντισες να μην χαθεί το πιο πολύτιμο και σημαντικό πράγμα για την δουλειά μου, το βιβλίο μου. Η μαγειρική σου μου θύμισε τα πρώτα μου χρόνια ως μάγειρας. Είχα και εγώ τέτοια θέληση και αποφασιστικότητα που τελικά τα κατάφερα. Μπράβο σου".
- "Μάγειρα Ρουσό!", αναφώνησε ο Τομ. "Ξεχάσατε κάτι. Μου είχατε πει για μια ποδιά, αν τα κατάφερνα..."
- "Και ποιος σου είπε νεαρέ μου πως τελειώσαμε εμείς οι δυο; Αύριο, στις 10 το πρωί, σε περιμένω στο εστιατόριο μου. Πίσω από την πόρτα σε περιμένει μια ποδιά κρεμασμένη, στα μέτρα σου. Και πρόσεξε καλά! Μην αργήσεις, είμαι σκληρό αφεντικό εγώ".
Όλοι έβαλαν τα γέλια. Ο πατέρας του Τομ γελούσε όχι μόνο από χαρά αλλά και από συγκίνηση για τον γιο του. Ήταν πολύ υπερήφανος για αυτόν. Χάρη σε ένα μικρό παιδί μόλις 8 ετών, ο πιο περίφημος μάγειρας της πόλης έγινε ευτυχισμένος.
Ο Τομ δεν σταμάτησε στιγμή να κυνηγά το όνειρο του. Ο,τι θέλουμε πραγματικά, κάποια στιγμή με τον πιο απρόσμενο τρόπο, είτε αυτό είναι βιβλίο είτε κάτι άλλο, θα το καταφέρουμε αρκεί να πιστεύουμε στον εαυτό μας και στις δυνατότητες μας. Και έτσι λοιπόν έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...
Η πόδια του Τομ
Μπράβο!
Η ποδιά του Τομ
Η ποδιά του Τομ
μπράβο
Η πόδια του τομ