Η Ροδοδαφνούσα

Συγγραφέας παραμυθιού

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε, ένα φτωχό, μα καλό κι αγαπημένο αντρόγυνο. Είχαν ένα ξύλινο σπιτάκι κοντά στο μεγάλο δάσος, κι επειδή ήταν πολύ φτωχοί, ο άντρας πήγαινε κι έκοβε ξύλα κι η γυναίκα του έπλεκε κάλτσες, τα πουλούσαν και ζούσαν φτωχικά, μα πάντα αγαπημένα. Ένα μονάχα καημό είχαν στη ζωή τους: που δεν αξιώθηκαν να κάνουν παιδί, για να τόχουν συντροφιά και παρηγοριά στα γεράματά τους.

Αν είχαμε κι εμείς ένα παιδί, έλεγε καμιά φορά με παράπονο η γυναίκα στον άντρα της, θα ήταν πιο καλά. Τώρα ποιος θα μας φροντίζει, όταν δε θα μπορούμε να δουλέψουμε;

Ο άντρας της έλεγε, για να την παρηγορήσει:

Μη στενοχωριέσαι. Έχει ο Θεός... δε θα μας αφήσει να χαθούμε.

Εκείνη ησύχαζε για λίγο με τα λόγια του άντρα της, μα την άλλη μέρα πάλι του έλεγε παραπονεμένη τα ίδια και τα ίδια.

Ο άντρας έπαιρνε κάθε πρωί το τσεκούρι του, έπαιρνε και μια κατσικούλα που είχαν και πήγαινε στο δάσος. Εκείνος έκοβε ξύλα και η κατσικούλα έβοσκε στο παχύ χορτάρι. Το βράδυ γυρνούσαν κι οι δύο κουρασμένοι στο σπίτι του κι αφού η γυναίκα άρμεγε το γάλα από την κατσικούλα, κάθονταν κι έτρωγαν όπως πάντα ευχαριστημένοι μ’ αυτό που τους έδινε ο Θεός.

Ένα βράδυ όμως, που πήγε η γυναίκα του ξυλοκόπου ν’ αρμέξει την κατσικούλα, είδε πως το γάλα της ήταν πιο λίγο απ΄ άλλες φορές, που μόλις έφτανε να πιει ο ένας τους. Η γυναίκα παραξενεύτηκε γι’ αυτό και είπε στον ξυλοκόπο:

Γιατί η κατσίκα μας δεν έχει απόψε πολύ γάλα; Μήπως δεν έφαγε καλά σήμερα ;

Παράφαγε μάλιστα, της αποκρίθηκε ‘κείνος. Εκεί που την είχα ήταν το καλύτερο χορτάρι του δάσους.

Τότε γιατί το γάλα της είναι πιο λίγο απόψε; τον ξαναρώτησε πάλι η γυναίκα.

Δεν ξέρω, της αποκρίθηκε.

Τα ίδια έγιναν και την άλλη μέρα και την παράλλη. Το γάλα της κατσικούλας ήταν πάντα λιγοστό κι αυτό τους έκανε να υποψιαστούν μήπως την ώρα που έκοβε ξύλα στο δάσος ο ξυλοκόπος, πήγαινε κανένας κλέφτης κι άρμεγε κρυφά την κατσικούλα. Παραφύλαξε λοιπόν εκείνος να δει τι τρέχει και μια μέρα βλέπει την κατσικούλα να φεύγει από το μέρος που έβοσκε και να πηγαίνει σε μια σπηλιά. Την πήρε ξοπίσω ο ξυλοκόπος και σαν έφτασε στη σπηλιά, τη βλέπει να θηλάζει ένα παιδάκι, που βρισκόταν ξαπλωμένο κάτω από μιαν ανθισμένη ροδοδάφνη. Το παιδί ήταν ένα χαριτωμένο και ροδομάγουλο κοριτσάκι. Επειδή λοιπόν φάνηκε του ξυλοκόπου πως το βρέσιμό του ήταν θεϊκό, το σήκωσε στην αγκαλιά του και το πήγε στο σπιτάκι του. Είπε στη γυναίκα του πως το βρήκε κι εκείνη παραδέχτηκε να κρατήσουν το παιδί για δικό τους και να το μεγαλώσουν όπως μπορούν, για να το έχουν βοήθεια και παρηγοριά στα γεράματά τους. Κι επειδή ο ξυλοκόπος το βρήκε κάτω από μια ροδοδάφνη, του δώσανε και τ’ όνομά της και το είπαν Ροδοδαφνούσα.

Η Ροδοδαφνούσα μεγάλωσε κι είχε γίνει πια ένα κορίτσι τόσο καλόκαρδο και χαριτωμένο, που όλος ο κόσμος το αγαπούσε και καλοτύχιζε τους γονείς της. Κι αν το σπίτι της δεν ήταν πλούσιο, εκείνη έβρισκε πάντα τον τρόπο να βοηθά τους φτωχούς. Ό,τι της έδιναν το μοίραζε μ’ αυτούς. Κι όταν ακόμα τα χέρια της ήταν άδεια, η καρδιά και το στόμα της ήταν πάντα γεμάτα καλά αισθήματα και καλά λόγια για να τους παρηγορεί. Κι όχι μονάχα οι άνθρωποι, μα κι αυτά τα ζώα και τα πουλιά του δάσους την αγαπούσαν. Σαν την έβλεπαν να περνά, τα πουλιά κατέβαιναν από τα δέντρα και φτεροκοπούσαν ολόγυρά της, κι εκείνη έκανε ψίχουλα το λιγοστό της ψωμάκι και τους το μοίραζε.

Η Ροδοδαφνούσα θα ήταν πια μια κοπέλα δεκαεφτά χρόνων, όταν μια νύχτα που νόμιζαν οι θετοί γονείς της ότι κοιμάται, άκουσε να λέει ο ξυλοκόπος στη γυναίκα του:

Δε ξέρω, γυναίκα, τι θα γίνουμε, αν δεν κάνει ο Θεός κανένα θαύμα να μας βοηθήσει. Εγώ γέρασα πια και τα ξύλα που μπορώ να σηκώσω στη γέρικη πλάτη μου όλο και λιγοστεύουν κάθε μέρα.

Το βλέπω, του αποκρίθηκε η γυναίκα, μα τι θες να σου κάνω; Γέρασα πια κι εγώ και δεν καλοβλέπω να πλέκω κάλτσες.

Ναι, γυναίκα, γεράσαμε!... της αποκρίθηκε λυπημένα ο ξυλοκόπος. Το ψωμί μας λιγόστεψε. Η Ροδοδαφνούσα μας τρώει λίγο, μα αγαπά να το μοιράζει στους φτωχούς και στα πουλιά. Συλλογιέμαι τι θα γίνει, σαν κλείσουμε τα μάτια. Αν ήταν ένα δυο χρόνια μεγαλύτερη, θα την έστελνα στην πολιτεία να δουλέψει. Είναι φρόνιμο και προκομμένο κορίτσι και γρήγορα θά ‘βρισκε δουλειά.

Καλά τα λες, συμπλήρωσε κι η γυναίκα του. Και θα βοηθούσε κι εμάς τους γέρους, που τη βοηθήσαμε και τη μεγαλώσαμε.

Έτσι είναι της αποκρίθηκε πάλι ο άντρας της. Έχεις δίκιο, μα πως θα γίνει; Εγώ μια φορά δεν έχω καρδιά να της πω να φύγει από το σπίτι μας.

Μήτε κι εγώ, αποκρίθηκε η γυναίκα του.

Τότε λοιπόν ας αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι κι έχει ο Θεός!, είπε ο γερο-ξυλοκόπος.

Η Ροδοδαφνούσα καμώθηκε πως δεν άκουσε τίποτα. Την άλλη μέρα όμως σηκώθηκε πρωί – πρωί. Έκανε ένα μπογαλάκι τα λιγοστά της πράγματα, έσφιξε την καρδιά της, σκούπισε τα μάτια της από τα δάκρυα, που έτρεχαν σαν βρύση και πήγε ν’ αποχαιρετήσει το γέρικο ζευγάρι. Έκλαψαν κι εκείνοι, σαν άκουσαν πως θα τους φύγει η Ροδοδαφνούσα, μα ύστερα συλλογίστηκαν πως θα ήταν θεϊκό φανέρωμα να συλλογιστεί κι η Ροδοδαφνούσα εκείνη τη νύχτα όσα συλλογίστηκαν κι εκείνοι. Την άφησαν λοιπόν να φύγει, αφού της έδωσαν πολλά φιλιά, την ευχή τους και μια πίττα, για να την τρώει στο δρόμο.

Όλο το χωριό θέλησε να την συνοδέψει ως μια ώρα δρόμο ως την Κρύα Βρύση. Την ακολούθησε ακόμα κι ένας τυφλός και δυο σακάτηδες με δεκανίκια. Κι όταν τα ζώα του χωριού την είδαν να φεύγει, την ακολούθησαν κι εκείνα, γιατί όπως οι άνθρωποι έτσι την αγαπούσαν κι εκείνα και τους στενοχωρούσε η αναχώρησή της. Κι όση ώρα ακόμα έβλεπε η Ροδοδαφνούσα να την αποχαιρετούν με τα μαντίλια οι χωριανοί, προσπαθούσε να κάνει κουράγιο. Μα σαν ξεμάκρυνε πια κι από την Κρύα Βρύση κι άρχισε να προχωρεί στον έρημο δρόμο του δάσους, ένιωσε πρώτη φορά στη ζωή της πως ήταν ολομόναχη στον κόσμο. Την πήρε τότε το παράπονο κι άρχισε να κλαίει...

Περπάτησε όλη τη μέρα, χωρίς ούτε να σταθεί ούτε την πίττα της να δαγκώσει. Ο πόνος της καρδιά της, της είχε κόψει κάθε όρεξη. Πλησίαζε πια να βασιλέψει ο ήλιος, όταν αποκαμωμένη από την κούραση, κάθισε να ξεκουραστεί κάτω από μια μεγάλη γέρικη βελανιδιά. Δεν είχε προλάβει όμως να ξεκουραστεί και την τρόμαξαν δυο ντουφεκιές και το βραχνό γαύγισμα ενός σκύλου. Γύρισε τότε το κεφάλι της να δει τι τρέχει κι είδε ένα κοπάδι πουλιά να φεύγουν από τη βελανιδιά τρομαγμένα.

Ελάτε κοντά μου, φώναξε. Ελάτε γρήγορα να κρυφτείτε εδώ πίσω μου, μέσα σ’ αυτή τη βατομουριά. Μη φοβάστε, θα σας γλυτώσω, αν δε με σκοτώσει κι εμένα ο κυνηγός κι αν δε με φάει ο σκύλος.

Τα πουλιά, που γνώρισαν τη φωνή της, τρύπωσαν βιαστικά και τρομαγμένα μέσα στη βατομουριά, στριμωγμένα το ένα κοντά στο άλλο και η Ροδοδαφνούσα άκουγε τις καρδούλες τους να χτυπούν τικ-τικ σαν τα ρολόγια στο εργαστήρι του ρολογά. Εκείνη τη στιγμή πρόβαλε ο κυνηγός με το ντουφέκι του και το σκύλο του, που ήταν μεγάλος κι άγριος σα λύκος, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα.

- Κορίτσι μου, τη ρώτησε, μήπως είδες να περνούν από δω κάτι πουλιά; Από το πρωί κυνηγώ και δε σκότωσα ακόμα τίποτα. Θα σου δώσω ένα χρυσό φλουρί, αν μου πεις κατά που πήγε τώρα δα ένα κοπάδι που πέρασε πάνω από το δάσος.

- Καλά έκανες να με ρωτήσεις, του αποκρίθηκε η Ροδοδαφνούσα. Μια στιγμή πριν έρθεις είδα ένα κοπάδι πέρδικες που πετούσαν κατά το νοτιά, δυο λαγούς που έτρεχαν κατά το βοριά, ένα ελάφι που έφευγε δυτικά και δυο τρυγόνια που πετούσαν ανατολικά. Δεν έχεις λοιπόν παρά να διαλέξεις, μονάχα που δεν έχεις καιρό να χάσεις αν θες να τα προφτάσεις.
Ο κυνηγός της έδωσε το χρυσό φλουρί και ξεκίνησε να φύγει. Ο σκύλος του όμως δεν ήθελε να τον ακολουθήσει. Είχε πεισματώσει και μυριζόταν τα κλαδιά κι αλυχτούσε δείχνοντας τα σουβλερά δόντια του. Σκέφτηκε τότε η Ροδοδαφνούσα να του δώσει την πίττα της να τη φάει, για να ησυχάσει. Του την έδωσε, του έδωσε και ο κυνηγός μια κλωτσιά και τότε μονάχα αποφάσισε το έξυπνο ζώο να τον ακολουθήσει, όχι όμως ευχαριστημένο, μα εξακολουθώντας το γαύγισμα, σα να έλεγε στον κυνηγό πως είναι ντροπή να τον κοροϊδεύουν κοτζάμ άνθρωπο τα κορίτσια.

Σαν χάθηκε μέσα στο δάσος ο κυνηγός κι έπαψε ν’ ακούγεται πια και το γαύγισμα του σκύλου, η Ροδοδαφνούσα φώναξε στα πουλάκια που κρύβονταν φοβισμένα μέσα στη βατομουριά:

Ελάτε, πουλάκια μου!... Βγείτε πια έξω και μη φοβάστε!... Τον έδιωξα τον κυνηγό. Τα πουλάκια βγήκαν τότε από τον κρυψώνα τους και δεν ήξεραν τι να κάνουν για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στο κορίτσι που τα έσωσε. Κάθιζαν επάνω στον ώμο της, πετούσαν ολόγυρά της κι όλα μαζί γλυκοκελαϊδούσαν, σα να της έλεγαν:

Σ’ ευχαριστούμε, καλή μας κοπέλα, για το καλό που μας έκανες.

Η Ροδοδαφνούσα, που καταλάβαινε καλά τη γλώσσα των πουλιών, τους αποκρίθηκε τότε:

‘Εκανα ό,τι μπορούσα για να σας σώσω, γιατί είσαστε κι εσείς πλάσματα του Θεού και δεν έχετε κανένα να σας βοηθά. Τα πουλιά, που κι εκείνα καταλάβαιναν τη γλυκιά γλώσσα της Ροδοδαφνούσας, συνέχιζαν το κελάιδημά τους και την ευχαριστούσαν. Μα επειδή καταλάβαν και πως πεινά, πέταξαν οι σπίνοι και οι τρυποφράχτες και πήγαν να της φέρουν κεράσια, βατόμουρα και τζίτζιφα για να δειπνήσει, ενώ τα σπουργίτια και οι κορυδαλλοί της ετοίμαζαν μαλακό στρώμα από πούπουλα να κοιμηθεί. Κι αφού η Ροδοδαφνούσα έφαγε κι έκανε την προσευχή της, ξάπλωσε σ’ εκείνο το μαλακό κρεβατάκι και τα πουλιά τη σκέπασαν με τα φτεράκια τους να μην κρυώνει.

Το πρωί την ξύπνησε το γλυκόλαλο κελάιδημα του κορυδαλλού κι όλα τα πουλάκια την καλημέρισαν. Κι αφού πια τέλειωσε το πρωινό τους τραγούδι, πήρε το λόγο ο γλυκόλαλος ρήτορας των πουλιών τ’ αηδόνι και της είπε:

Θέλουμε να μας πεις πως σε λένε και τι θέλεις από εμάς.

Με λένε Ροδοδαφνούσα, αποκρίθηκε ‘κείνη, κι από σας δε γυρεύω τίποτα. Θα πάω στη χώρα κι εκεί θα βρω την τύχη μου.

Καλά που μας το είπες , πετάχτηκε στη μέση η σουσουράδα. Εκεί που πας είσαι πολύ τυχερή. Η φιλενάδα μας η κουκουβάγια ήρθε χτες και μας είπε ότι ο βασιλιάς της χώρας χήρεψε και είναι πολύ λυπημένος. Όλη τη μέρα κλαίει κι αναστενάζει και κανένας δε μπορεί να τον παρηγορήσει και να τον κάνει να γελάσει. Πολλοί πήγαν στο παλάτι του για να δοκιμάσουν. Η δοκιμή γίνεται απόψε. Σήκω λοιπόν να πας κι εσύ στο παλάτι και θα κερδίσεις το βραβείο. Η κουκουβάγια θα σου δείξει το δρόμο κι εμείς θα σε συνοδέψουμε ως εκεί.

Η Ροδοδαφνούσα πικροχαμογέλασε και αποκρίθηκε:

Ά, καλά μου πουλάκια... Έχετε καλή καρδιά, όχι όμως και πολλή γνώση. Πως θέλετε να πάω στο παλάτι, μια τόσο φτωχή κοπέλα, που δεν έχω να βάλω άλλο φουστανάκι απ’ αυτό που φορώ, κι είναι κι αυτό σχισμένο στ’ αγκάθια και στις βατομουριές;

Δεν είναι τα πουλιά τόσο κουτά, όσο πιστεύει ο κόσμος, της αποκρίθηκε τότε ένας όμορφος μικρός παπαγάλος. Για να σου λέμε να πας στο παλάτι, κάτι ξέρουμε... Να κιόλας το πρώτο σου στολίδι. Είναι ένα μεταξωτό φουστάνι. Έχουμε, ξέρεις φιλία με το μεταξοσκώληκα και τον βάλαμε να δουλεύει όλη τη νύχτα για να το φτιάξει. Έφεραν τότε ένα φουστάνι μεταξωτό, που είχε πάνω του κεντημένη την άνοιξη μ’ όλα της τα πλουμιστά και πολύχρωμα λουλούδια. Η Ροδοδαφνούσα το είδε και σάστισε.

Εγώ, της είπε κι ο μελισσουργός, σου έφερα ένα ολόλευκο τριαντάφυλλο για να στολίσεις τα μαλλιά σου.

Κι εγώ, είπε τ’ αηδόνι, μάζεψα τις μυρωδάτες δροσοστάλες της αυγής, για να τις βάλεις γύρω στο λαιμό σου.

Πάρε κι από ‘μένα μια όμορφη βεντάγια, που σου την έφτιαξα με τα φτερά μου, είπε το παγόνι.

Πάρε κι από ‘μένα το ανάλαφρο πέταγμα να χορεύεις, είπε η σουσουράδα.

Κι έτσι, αφού έδωσε το κάθε πουλί το χάρισμά του και το στολίδι του στη Ροδοδαφνούσα και ντύθηκε εκείνη και στολίστηκε, έλαμψε πιο πολύ ακόμα η ομορφιά της κι όλα τα πουλιά άρχισαν να της τραγουδούν σα να ήταν νύφη. Μονάχα εκείνη εξακολουθούσε να είναι ανήσυχη και συλλογισμένη.

Σας ευχαριστώ, καλά μου πουλάκια, είπε. Αλλά τι θα γίνω, όταν μου μιλήσει ο βασιλιάς και καταλάβει από τα πρώτα μου λόγια πως είμαι μια χωριάτισσα που δεν ξέρει τίποτα από κόσμο;

Ω, μη σε νοιάζει, της αποκρίθηκε αμέσως η κουκουβάγια που την άκουσε και κατέβηκε από τη βελανιδιά. Εγώ θα σου μάθω ό,τι πρέπει.

Ναι, ναι! Είπαν και τ’ άλλα πουλιά. Είναι σοφή η κουκουβάγια. Φωλιάζει, βλέπεις πενήντα χρόνια στη στέγη του παλατιού και ξέρει όλα τα φανερά και τα μυστικά του. Αυτή θα σου μάθει λοιπόν ό,τι χρειάζεται, που θα κάνεις το βασιλιά να σε θαυμάσει.

Καλά όλ΄αυτά!... Αλλά τώρα που με ντύσατε και με στολίσατε, πως θα πάω στο παλάτι χωρίς να σκονιστώ; είπε η Ροδοδαφνούσα.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε να έρχεται από μακριά ένα όμορφο αμάξι που το τραβούσαν δυο άσπρα άλογα.

Να ένα αμάξι! ...., της είπε ο παπαγάλος. Δώσε στον αμαξά του το χρυσό φλουρί που σου έδωσε ο κυνηγός και θα σε πάει στο παλάτι όπως πρέπει να πας. Εμείς θα σ’ ακολουθήσουμε από πίσω, θα κρυφτούμε πάνω στη στέγη του παλατιού κι όταν έρθει η ώρα που θα πρέπει να κάνεις το λυπημένο βασιλιά να γελάσει, φώναξέ μας και ξέρουμε εμείς τι θα κάνουμε.

Έτσι κι έγινε. Έδωσε το χρυσό φλουρί του αμαξά που περνούσε κι εκείνος την πήρε και το βράδυ την είχε πάει στο παλάτι του λυπημένου βασιλιά. Η κουκουβάγια της έδειξε την πόρτα και η Ροδοδαφνούσα πήγε να μπει. Τη σταμάτησαν όμως δυο φρουροί και δεν την άφηναν να περάσει. Τότε μια μπεκάτσα με το μυτερό ράμφος της άρπαξε μια τούφα από τα μαλλιά του ενός φρουρού κι ένα κοτσύφι τσίμπησε τόσο δυνατά το μάγουλο του άλλου, που τα έχασαν εκείνοι, παράτησαν τη Ροδοδαφνούσα και κυνηγούσαν τα πουλιά, κι εκείνη βρήκε την ευκαιρία και πέρασε στο παλάτι.

Η μεγάλη του σάλα ήταν ολοφώτιστη κι ο βασιλιάς καθόταν στο χρυσό του θρόνο με το κεφάλι σκυφτό. Οι αυλικοί, με τις χρυσοκεντημένες στολές τους, στέκονταν ολόγυρά του κι ένας νάνος γελωτοποιός έπαιρνε τούμπες και χοροπηδούσε κωμικά για να κάνει το βασιλιά να γελάσει. Μα τίποτα.

Ξαφνικά, όλοι γύρισαν και είδαν τη Ροδοδαφνούσα μέσα στη σάλα. Τα στολίδια της και η ομορφιά της τους ξάφνιασαν όλους κι ο βασιλιάς κατάλαβε πως κάτι συμβαίνει και σήκωσε το σκυφτό κεφάλι του. Μπροστά του στεκόταν η Ροδοδαφνούσα!... Την είδε και ξαφνιάστηκε κι εκείνος από την τόση ομορφιά της. Και για πρώτη φορά, ύστερα από τόσες ώρες που ήταν αμίλητος, άνοιξε το στόμα του και τη ρώτησε:

Ποια είσαι εσύ και πως βρέθηκες στο παλάτι μου; Δεν σ’ έχω δει άλλη φορά εδώ μέσα.

Βασιλιά μου, του αποκρίθηκε με σεβασμό η Ροδοδαφνούσα. Σε προσκυνώ. Έμαθα πως είσαι πολύ λυπημένος και ήρθα να σε κάνω να γελάσεις.

Ένα χαμόγελο, το πρώτο από τότε που πέθανε η γυναίκα του, χαράχτηκε τότε στα χείλη του βασιλιά.

Ας γελάσω μα την αλήθεια, είπε. Είσαι πολύ κουτή, κοπέλα μου, όποια κι αν είσαι. Βλέπεις η ομορφιά δεν πάει συχνά με την εξυπνάδα. Είσαι λοιπόν κουτή!... Εδώ ήρθαν τόσοι και τόσοι σοφοί απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, τόσοι και τόσοι τραγουδιστές, τόσοι και τόσοι γελωτοποιοί και δε μπόρεσαν να με κάνουν να γελάσω, κι εσύ με την κουταμάρα σου, θα το κατορθώσεις; Χα, χα, χα!...

Βλέπω όμως ότι γελάς από τώρα, κι εγώ δεν έκανα ακόμη τίποτα.

Το πρόσωπο του βασιλιά σοβάρεψε πάλι και της αποκρίθηκε:

Ό,τι κάνεις θα είναι ανόητο, όπως κι εσύ.

Δεν έχεις παρά να με διατάξεις ν’ αρχίσω, είπε η Ροδοδαφνούσα.

Ο βασιλιάς χασμουρήθηκε.

Όχι, όχι! Είπε πολύ κουρασμένος και νυσταγμένος! Δεν έχω καμιά όρεξη να καθίσω ν’ ακούσω τις ανοησίες σου. Η Ροδοδαφνούσα τα έχασε για μια στιγμή και δεν ήξερε τι να κάνει.

Τι θα γίνω τώρα, πουλάκια μου, κρυφοψιθύρισε.

Μα ΄κείνη τη στιγμή ακούστηκε απ’ έξω από το παλάτι το πιο γλυκόλαλο τραγούδι που είχε ακουστεί ποτέ.

Τι είν’ αυτό; Ρώτησε ξαφνιασμένος ο βασιλιάς.

Η Ροδοδαφνούσα ξαναβρήκε το θάρρος της και του αποκρίθηκε:

Μου είπες βασιλιά μου, πως είσαι πολύ κουρασμένος και νυσταγμένος κι εγώ είπα στα πουλιά να ΄ρθουν να σου τραγουδήσουν και να γλυκάνουν τον πόνο της λυπημένης σου ψυχής.

Ο βασιλιάς πήγε πάλι να χαμογελάσει, μα κρατήθηκε και της είπε με θυμό:

Τι ανοησίες είναι αυτές που λες; Πως μπορείς εσύ να κάνεις τα πουλιά να κελαϊδούν μέσα στη νύχτα;

Κι όμως το μπορώ!, του αποκρίθηκε θαρρετά η Ροδοδαφνούσα.

Τότε, αν λες την αλήθεια, την πρόσταξε ο βασιλιάς, πώς ακούνε τα πουλιά και κάνουν ό,τι του πεις, άνοιξε τα παράθυρα και πρόσταξέ τα να μπουν μέσα. Αλλιώς θα σε ρίξω στη φυλακή να πεθάνεις.

Η Ροδοδαφνούσα είπε τότε ν’ ανοίξουν τα είκοσι παράθυρα της σάλας. Κι αμέσως πέταξαν μέσα κοπαδιαστά σπίνοι, μελισσουργοί, κορυδαλλοί, σουσουράδες, παπαγάλοι, καρδερίνες, καναρίνια, κοκκινόλαιμοι, αηδόνια, κι όλα τα πολύχρωμα και γλυκοκέλαδα πουλιά του δάσους. Αφού φτερούγισαν λίγα λεπτά γύρω στις λάμπες και στους πολυελαίους σαν τρελά πουλιά που ήταν , έκανα ύστερα ένα μεγάλο κύκλο γύρω στη Ροδοδαφνούσα κι εκείνη τους είπε:

Ελάτε, καλά μου πουλιά! Ο βασιλιάς μας πρέπει να χαρεί!...

Ο βασιλιάς μας πρέπει να γελάσει!....

Ο παπαγάλος, που καταλαβαίνει πιο πολύ και τη γλώσσα των ανθρώπων και τη γλώσσα των πουλιών, στάθηκε αμέσως στη μέση και ανοίγοντας τα δυο φτερά του, όπως ανοίγει τα χέρια του ένας αρχιμουσικός, έδωσε αμέσως το σύνθημα ν’ αρχίσουν τα πουλιά τη μελωδική τους συμφωνία. Το αηδόνι κελαϊδούσε σα να έπαιζε βιολί, οι σπίνοι έκαναν τετραφωνία, οι κορυδαλλοί κρατούσαν τις ψηλές νότες, οι καρδερίνες και τα καναρίνια παράβγαιναν στην αρμονία και μια κίσσα έβγαζε πότε – πότε μια μπάσα κωμική φωνή, που τους έκανε όλους να γελάνε και το βασιλιά να έχει αρχίσει να χτυπά στο ρυθμό του τραγουδιού τα πόδια του, σαν να είχαν γεμίσει οι κάλτσες του μυρμήγκια και τον γαργαλούσαν.

Όταν σταμάτησαν τέλος τα πουλιά το πολυφωνικό και αρμονικό τους τραγούδι, ο βασιλιάς χειροκρότησε και φώναξε:

Μπράβο, μπράβο! Αυτό πρώτη φορά το βλέπουν τα μάτια μου!...

Τι άλλο θέλεις βασιλιά μου, για να χαρείς; του είπε η Ροδοδαφνούσα.

Ε, αυτό δε μπορείς να το κάνεις, της αποκρίθηκε ο βασιλιάς.

Όλα τα μπορεί ο άνθρωπος, του είπε η Ροδοδαφνούσα, όταν έχει αγνή και καθαρή καρδιά.

Τότε θα βάλεις τα πουλιά να χορέψουν, της είπε ΄κείνος.

Η Ροδοδαφνούσα γύρισε και είπε στα πουλιά:

Ακούτε, πουλάκια μου; Ο βασιλιάς μας θέλει να χορέψετε.

Όλα τα πουλιά τότε πιάστηκαν φτερό με φτερό και ζευγάρια ζευγάρια άρχισαν να χορεύουν ένα πρωτόφαντο χορό. Οι τσαλαπετεινοί με τις πέρδικες! Τα καναρίνια με τις καρδερίνες! Οι κορυδαλλοί με τις πλουμιστές τσίχλες! Οι μελισσουργοί με τις σπουργιτίνες!...

Μονάχα μια ακατάδεχτη σουσουράδα, που όλο έκανε νάζια και κουνούσε την ουρά της, δεν ήθελε να χορέψει, γιατί δεν της άρεσε ο καβαλιέρος της, που ήταν ένας κούκος!... Όλοι γελούσαν με την ακαταδεξιά της και την περηφάνεια της κι αφού είδε κι απόειδε ο κούκος πως δεν την καταφέρνει με τα καλοπιάσματα, άρπαξε μια μύγα και της την έδωσε. Την έχαψε εκείνη κι ευχαριστημένη πια αγκαλιάστηκε με τον καβαλιέρο της κι άρχισαν οι δυο τους να χορεύουν όλο νάζια και καμώματα, που τους έκαναν όλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια, ακόμη και τον αγέλαστο βασιλιά!...

Δε θα τέλειωνε ποτέ το παραμύθι μας, αν τα λέγαμε όλα. Η διασκέδαση τέλειωσε με μια βροχή από όμορφα λουλούδια, που έτρεξαν και τα έφεραν τα χελιδόνια από τ’ ανθισμένα περιβόλια. Το πιο ωραίο απ’ αυτά, ένα ολόλευκο κρίνο, το έδωσαν στη Ροδοδαφνούσα και ‘κείνη το πρόσφερε στο βασιλιά.

Εκείνος ήταν τώρα όλο ζωή και χαρά. Το γέλιο, που είχε κάνει, του είχε φωτίσει το λυπημένο του πρόσωπο και τον έδειχνε πιο νέο κι όμορφο! Και χωρίς να συλλογιστεί ούτε το μεγαλείο, ούτε τους προγόνους του, ούτε τι θα έλεγαν οι γύρω του πρίγκιπες και αυλικοί, έσκυψε και φίλησε τη Ροδοδαφνούσα στο ροδομάγουλό της. Αυτό το βασιλικό φιλί ισοδυναμούσε τότε μ’ επίσημο αρραβώνα. Δε μπορώ να πω αν εκείνος ο αρραβώνας άρεσε σ’ όλους τους παλατιανούς. Όλοι όμως, θέλοντας και μη, φώναξαν:

Ζήτω η βασίλισσά μας!

Το ίδιο φώναξαν κι όλα τα πουλιά στη γλώσσα τους, και βλέποντας ότι έκλαιγε η Ροδοδαφνούσα ενώ την αποχαιρετούσαν, της έδωσαν την υπόσχεση πως θάρχονται συχνά να τη βλέπουν.

Οι βασιλικοί γάμοι έγιναν σε μια εβδομάδα. Κι ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν κι ο γέρο – ξυλοκόπος με τη γυναίκα του – οι θετοί γονείς της Ροδοδαφνούσας – που δεν τους ξέχασε μέσα στα πλούτη και στις δόξες της η καλή κοπέλα και παρακάλεσε το βασιλιά να τους έχει κοντά της στη μεγάλη χαρά. Κι εκείνος της έκανε τη χάρη, κι έμειναν πια από τότε στο παλάτι του, που το στόλιζε η ομορφιά και η καλοσύνη της Ροδοδαφνούσας, ενώ τα γλυκοκελαϊδήματα των πουλιών τους ξυπνούσαν όλους κάθε πρωί και τους κοίμιζαν κάθε βράδυ. _

ΤΕΛΟΣ

Συγγραφέας: Ν. Σφυρόερας / Από το βιβλίο: Ο Γύρος του κόσμου με 36 παραμύθια / Εκδόσεις Άγκυρα – 1972

Επιμέλεια: Ειρήνη Χιώτη

Το παραμύθι από τη προσωπική συλλογή παιδικών βιβλίων και παραμυθιών της Ειρήνης Χιώτη.

 

Πληροφορίες
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.9 (89 ψήφοι)

Βασίλειος Καίσαρης (χωρίς επαλήθευση)

πριν από 3 έτη 9 μήνες

Μπράβο σας, ειλικρινά μπράβο σας... Η κόρη μου δεν ήθελε να κοιμηθεί αν δεν άκουγε το τέλος... Το χαμόγελο της πριν κοιμηθεί , ήταν μαγικό...και εσείς της το προσφέρατε. Σας ευχαριστούμε μπαμπάς και κόρη.

Δώρα (χωρίς επαλήθευση)

πριν από 2 έτη 6 μήνες

Πολύ ωραίο παραμύθι! Αλλά συγνώμη που θα το πω το βράδυ γράφεται με "υ" κι όχι με "ι". Παρακαλώ πολύ διορθώστε το για να μαθαίνουν τα παιδιά μας σωστά την ελληνική γλώσσα!