Παραμύθι του παππού Δημήτρη: Ο Αδέσποτος

Συγγραφέας παραμυθιού

- Τι βλέπω έχουμε καινούργιο στην παρέα μας...

- Επ... φίλε από πού μας έρχεσαι;

- Μπορώ να μείνω για λίγες μέρες στην παρέα σας; Θέλω να ησυχάσω λίγο, να ανακτήσω τις δυνάμεις μου και να συνεχίσω μέχρι να γυρίσω πίσω, στην οικογένεια των ανθρώπων που με είχαν σαν παιδί στο σπίτι τους.

- Χαχαχα δεν κατάλαβες φίλε μου. Εδώ είμαστε μια παρέα σαν αδέρφια, δεν θέλουμε κι άλλον να μοιράζεται ό,τι έχουμε ... Αρκετά... Εδώ δεν φτάνει το φαγητό που βρίσκουμε με πολύ κόπο! Θα τρως κι εσύ;

- Καλά μην γρυλίζετε... Δεν ήρθα για φασαρίες... Ρώτησα αν με θέλετε για λίγες μέρες στην παρέα σας.

- Ρε Μαύρε μην κάνεις έτσι... κι εσύ κάποτε ήσουν στην ίδια θέση κι εμείς σε καλοδεχθήκαμε. Τι δέκα τι έντεκα στην παρέα μας, ας του κάνουμε την χάρη και βλέπουμε. Αν είναι παλιόσκυλο μπορούμε να τον τρελάνουμε στις δαγκωνιές και θα πάρει δρόμο. Λοιπόν φιλαράκι, έλα στην παρέα μας, με έναν όρο: θα κάνεις τα πάντα για την αγέλη μας. Θα κυνηγάς; Θα αναποδογυρίζεις σκουπιδοτενεκέδες για τα αποφάγια; Δεν θα τρως μονός σου... ό,τι βρίσκεις θα μας φωνάζεις να τρώμε όλοι μαζί.

- Εντάξει θα είμαι πιστός φίλος και θα κάνω ό,τι μπορώ.

- Ρε συ μου φαίνεσαι βουτυρόσκυλος καλομαθημένος πως θα καταλάβεις τι ζωή κάνουμε εμείς εδώ; Χωρίς σπίτι, χωρίς φωλίτσα του αφεντικού, χωρίς χαδέματα των ανθρώπων; Έχεις πολεμήσει ποτέ για να αποκτήσεις ένα κόκκαλο; Έχεις κλέψει κότες από τα κοτέτσια; Έχεις φάει σάπιο κρέας πεταμένο, η κάποιο ψόφιο ζώο; Έχεις αποφύγει κρέας ή κιμά με φόλα που βάζουν οι δολοφόνοι άνθρωποι να εξοντώσουν τους αδέσποτους; Τι έχεις κάνει βρε μπουνταλά που θέλεις να ζήσεις μαζί μας;

- Ειιι... Είπαμε να τον δεχτούμε για λίγες μέρες να δει τι θα κάνει... Μην τον μαλώνετε τον φουκαρά.

- Τέλος πάντων έλα να σε μυρίσουμε και αν δεν έχεις καμιά αρρώστια θα μείνεις για λίγο μαζί μας.

- Έχω κάνει όλα τα εμβόλια. Το αφεντικό μου ήταν πολύ καλό, με πήγαινε στον κτηνίατρο. Αυτός με εξέταζε από τα δόντια μου μέχρι την ουρά μου.

- Σκάσε ρε εμείς δεν είμαστε κτηνίατροι ... Το μόνο που προσέχουμε είναι να μην έχεις καμμιά λύσσα! Κατάλαβες;;;

- Είναι εντάξει φίλοι μου... Είναι καθαρός.

- Δεν μας λες πως κι έτσι εσύ ένας σκύλος του σπιτιού να βρίσκεται στους δρόμους;

- Πριν μερικές μέρες το αφεντικό μου, με έβαλε στο αυτοκίνητο να με πάει μια βόλτα όπως συνήθως. Όμως δεν σταμάτησε στο πάρκο της γειτονιάς, εκεί που με πήγαινε ο γιος του συνήθως για να παίξουμε. Ήμουν ανήσυχος και περίεργος που πηγαίναμε. Περνούσαμε πόλεις και χωριά, μέχρι που μια στιγμή σταμάτησε με έβγαλε από το αυτοκίνητο.

Νόμιζα ότι σταμάτησε να κατουρήσω. Έτρεξα κοντά σε ένα δένδρο και άρχισα να κατουράω, το αφεντικό μπήκε γρήγορα στο αυτοκίνητο και έφυγε. Θεώρησα ότι με ξέχασε και έφυγε. Οπότε περίμενα να γυρίσει να με πάρει.

Βράδιασε και το αφεντικό δεν γύρισε ποτέ να με πάρει σπίτι. Άρχισα να μυρίζω την γνωστή μυρουδιά του αυτοκινήτου ώστε να γυρίσω με τα πόδια στο σπίτι μου. Πότε η μυρωδιά ήταν έντονη και πότε χάνονταν. Μερικές φορές μου ερχόταν ζαλάδες από την πεινά και έχανα τις δυνάμεις μου. Πιο πολύ με στεναχωρούσε γιατί να με ξεχάσει και γιατί δεν γύρισε πίσω να με πάρει.

Η στεναχώρια και οι σκέψεις μου έκοβαν τα πόδια. Ο δρόμος ήταν μακρύς απ' ότι είχα καταλάβει. Μερικές φορές από την θλίψη μου δεν πρόσεχαν όταν διέσχιζα την άσφαλτο και τα αυτοκίνητα φρενάρισαν και σφύριζαν πριν με πατήσουν.

Μια μέρα είχα θολώσει από την πείνα, έκατσα έξω από ένα σουβλατζίδικο η μυρουδιά από τον ψητό γύρο μου είχε σπάσει την μύτη. Έκατσα εκεί κουνώντας πάντα την ουρά μου παρακαλώντας όποιον έβγαινε από το μαγαζί μήπως και μου πετάξει κάτι να φάω. Πιο κάτω σε ένα παγκάκι μια κοπέλα με φώναξε και μου πέταξε μισό πιτόγυρο, τρελάθηκα αφού κατάπια όλο το κομμάτι μονομιάς από την πείνα μου.

Πήρα θάρρος και άρχισα να τρέχω στο σκοτάδι, ήταν η δεύτερη νύχτα στο δρόμο. Βγήκα από τα περίχωρα, γνώρισα την περιοχή ήταν ένα μικρό δάσος. Μια αγέλη σκυλιών μου επιτέθηκε, έτρεξα όσο είχα δυνάμεις αλλά ένας από την αγέλη με έφτασε. Ήταν η πρώτη μάχη σώμα με σώμα, με δάγκωσε αρκετές φορές στο σώμα μου. Αποφάσισα ότι έπρεπε να παλέψω για να γλιτώσω. Ήμουν τυχερός όταν τον δάγκωσα με όλη μου την δύναμη στο μπροστινό του πόδι. Από τον πόνο έβγαλε μια κραυγή που φόβισε τους υπόλοιπους. Ο τύπος κουτσαίνοντας έφυγε μαζί με τους φίλους του και κρύφτηκαν στο δάσος.

Επιτέλους ένοιωσα υπερήφανος αν και πονούσε το σώμα μου από τις δαγκωνιές. Με έπιασε απόγνωση από την κούραση δεν είχα κουράγιο να πάω πιο κάτω έστω έξω από το δάσος, αλλά δεν άντεξα και αποφάσισα να κοιμηθώ κάτω από ένα δέντρο και ό,τι προκύψει.

Στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες. Ο πιο φοβερός εφιάλτης ήταν όταν τρεις άνθρωποι με μεγάλες απόχες με κυνηγούσαν να με πιάσουν. Είχα ακούσει κάποτε ότι είναι μπόγιες που σε πιάνουν με το δίχτυ, σε πηγαίνουν σε κοινόβιο για υιοθεσία η να σε σφάξουν για να κάνουν οι άνθρωποι διάφορα δερμάτινα, (Γυναικείες τσάντες, πορτοφόλια και ζώνες). Ο ύπνος στο δάσος ήταν ένα μαρτύριο. Άκουγα τις κουκουβάγιες, ο αέρας κουνούσε τα χόρτα, άνοιγα τα μάτια μου μην τυχόν και ήταν φίδι.

- Χαχαχα τι τράβηξες ρε βουτυρόσκυλο!

- Σταματήστε να ακούσουμε την ιστορία του, είπε μια σκύλα Βίζλα (ΡΑΤΣΑ)

- Τι να πω ρε παιδιά... ό,τι πω θα γελάτε!

- Εντάξει συνέχισε και δεν θα γελάμε όσο θα μας λες την ιστορία σου.

- Η οικογένεια των ανθρώπων που με υιοθέτησε έχει δυο παιδιά ένα αγόρι μεγάλο και ένα κορίτσι μικρό. Το κορίτσι ήθελε να υιοθετήσουν ένα σκυλάκι,όπως έχουν σχεδόν όλες οι φίλες της.

Έτσι μια μέρα όταν με γέννησε η μάνα μου, μετά μερικές μέρες κουταβάκι ήμουν όταν με πούλησαν από ότι έχω καταλάβει. Έζησα μέσα στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας, πέρασα πολύ καλά. Μεγάλωσα με το μπιμπερό γάλα από άλλα ζώα,όχι της μάνας μου.

Έμαθα να παίζω με διάφορα παιχνίδια, το καλύτερο παιχνίδι ήταν με το μπαλάκι που πετούσαν κι εγώ το έπιανα μια στον αέρα και μια τρέχοντας, μετά το πήγαινα πίσω στην κοπελιά.

Άλλο παιχνίδι ήταν με το κουρέλι το δάγκωνα δυνατά και με τραβούσε μέσα στο σπίτι κι εγώ γρύλιζα άλλα δεν το άφηνα μέχρι που κρεμόμουν στον αέρα. Μου είχαν ένα μεγάλο στρογγυλό μαξιλάρι για κρεβάτι και ένα μέρος να κατουράω.

- Τι λες ρε μεγάλε μας περνάς για χαζούς; Εμείς γεννηθήκαμε στο πεζοδρόμιο, τι είναι το μπιμπερό με γάλα; Τι είναι μαξιλάρι για κρεβάτι;

- Όχι πες- πες θέλω να πεις κι άλλες βλακείες για να σε αρχίσω στις δαγκωνιές να βάλεις μυαλό.

- Επιτέλους σκάστε, κι αφήστε τον να μας πει την ιστορία του.

- Όχι δεν θα πει τίποτε άλλο... Αρκετά με τα ψέματα του. Να φύγει τώρα αμέσως.

- Ναι να φύγει να φύγει... Φώναξαν οι περισσότεροι της σκυλοπαρέας.

- Εντάξει φεύγω ξέρω ότι δεν τα καταφέρνω να κάτσω λίγες μέρες μέχρι να πάρω δυνάμεις και να φύγω. Αντί να με προστατέψετε, κατάλαβα πολύ καλά ότι δεν με θέλετε από την πρώτη στιγμή. Λοιπόν γεια σας, αφήστε να σας χαιρετήσω έναν- έναν να πάρω την μυρουδιά σας.

- Πάρε δρόμο δεν θέλουμε να μυρίσεις.

- Είμαστε από άλλο κόσμο εμείς.

- Όχι εγώ θέλω να σε αποχαιρετήσω κι έλα εδώ κοντά να μυρίσει ο ένας τον άλλον.

- Ευχαρίστως αν κι είσαι θηλυκιά δεν φοβάσαι μην ζηλέψουν οι άλλοι;

- Δεν φοβάμαι κανέναν... Λοιπόν να πας πίσω στην οικογένεια που σε μεγάλωσε, να ξέρεις ότι σε συμπάθησα. Καλή επιστροφή.

- Ευχαριστώ πολύ... Δεν θα σε ξεχάσω πότε.

Ο Όλιβερ πήρε και πάλι τον δρόμο της επιστροφής, αφού η αγέλη των αδέσποτων δεν τον φιλοξένησε έστω για λίγο.

- Τώρα τι κάνω; Που πάω; Δεν θυμάμαι τίποτα... Πρέπει να μυρίζω με προσοχή. Θεωρώ ότι έχω χαθεί και με πιάνει θλίψη. Καλά πως με ξέχασε το αφεντικό μου... Αυτή ήταν η αγάπη του για μένα; Εγώ ήμουν πάντα πιστός... Όταν ερχόταν το βράδυ από την δουλειά, του έκανα χαρές, του έγλυφα τα παπούτσια... Γάβγιζα κάθε άτομο που τον πλησίαζε... Τι δεν έκανα καλά; Τι ήταν αυτό που με ξέχασε στην άλλη άκρη του κόσμου;

Έλα Όλιβερ συγκεντρώσου μην κλαψουρίζεις . Πρόσεχε δεξιά και αριστερά μήπως και αναγνωρίσεις τα μέρη που πέρασες με το αυτοκίνητο.

Ώπα να αυτό το μαγαζί που έχει τροφές για σκύλους απ εδώ είχαμε περάσει. Θα σταθώ απ’ έξω μήπως μου πετάξουν λίγο τροφή. Φαίνονται καλοί άνθρωποι εκεί μέσα . Μάλλον αυτή η κύριά που έχει στην αγκαλιά της αυτό το χαζούλικο σκυλάκι. Μόλις βγει θα την παρακαλέσω να μου δώσει κάτι να φάω. Έλα μπράβο τώρα βγαίνει από το μαγαζί. Θα της κουνήσω την ουρά μου, θα την κοιτάζω επίμονα στην σακούλα. Πιστεύω ότι αυτή η καλή κυρία θα μου δώσει λίγο τροφή.

- Γαβ – Γαβ - Βο-βοήθεια –Βοήθεια αυτό το άγριο σκυλί θα με φάει...

- Σκάσε βρε βλαμμένο δεν πρόκειται να σε πειράξω τι φωνάζεις και τρομάζει η κυρία σου;

- Φύγεεεεε, σε φοβάμαι παλιόσκυλο... Γιατί με κοιτάς έτσι; Γαβββββ Γαββββ!

- Ξουτ παλιόσκυλο... Ποιανού είναι αυτό το κοπρόσκυλο... Φώναξε η κυρία τρέχοντας φοβισμένη. Σώπα Λιλί μου μην φοβάσαι, έφυγε το κοπρόσκυλο.

- Όλιβερ βάλτο στα πόδια γιατί η τρελή και το χαζό σκυλάκι της φωνάζουν δυνατά. Δεν πρόκειται να φάω εδώ σε ξένο μέρος. Φτάνει το τρέξιμο μου βγήκε η γλώσσα. Τώρα που βγήκα στα σκοτεινά θα κρυφτώ σε μια γωνιά και θα ρίξω ένα υπνάκο, γιατί δεν μπορώ να περπατήσω άλλο. Θα κοιμηθώ σ' αυτό το παγκάκι για λίγο γιατί έχω πολύ δρόμο ακόμα.

- Έλα φιλαράκο τι κάνεις εδώ; Ξέρεις ότι το παγκάκι είναι το κρεβάτι μου εδώ και πολύ καιρό που είμαι άστεγος; Εξ΄ άλλου έχω βάλει σημείωμα να μην το πάρει άλλος... Πάντως αφού είσαι καλός θα σου δώσω λίγο ξεροκόμματο να χορτάσεις την πείνα σου. Μετα αν θέλεις ξάπλωσε εδώ στο γρασίδι.

- Πάλι καλά που δεν μου έδωσε καμιά κλωτσιά ο πάππους. Τώρα που έφαγα λίγο ψωμί, θα κάτσω για λίγο και μετά δρόμο για το σπίτι της οικογένειας μου.

Είναι μεγάλο βάσανο να είσαι μόνος χωρίς σπίτι, χωρίς οικογένεια, χωρίς φαγητό. Τον λυπάμαι αυτό τον γερό. Δεν μπορώ να του μιλήσω στην γλώσσα των ανθρώπων. Μόνο που τον βλέπω πιστεύω να καταλάβει ότι τον συμπαθώ αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Μπα δεν μου πάει να κοιμηθώ εδώ μπροστά του... καλύτερα να φύγω.

- Βρε Μπόμπι πως σε λένε;;; Που πας; Κάτσε λίγο κοντά μου να κάνουμε παρέα!

Κατάλαβα ότι με θέλει κοντά του γιατί μου προτείνει τα χέρια του να με χαϊδέψει αλλά καλό είναι να φύγω γιατί καλός – καλός ο παππούς... Αλλά αν με δέσει για να είμαι φύλακας του; Όχι – όχι καλύτερα να πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Νομίζω ότι απ΄ εδώ και πέρα αρχίζω να γνωρίζω τα μέρη. Πιστεύω το σπίτι να μην είναι και πολύ μακριά.

- Εεεε! Βρομιάρη φύγε από μπροστά μου; Δεν βλέπεις ότι το αφεντικό μου είναι τυφλός και τον πηγαίνω βόλτα; Άντε φύγε μην σε δαγκώσω.

- Καλά τι έγινε αν κάτσω στην άκρη και περάσετε;

- Δεν με νοιάζει τι λες εσύ... λοιπόν φύγε γιατί θα σε δαγκώσω για να μάθεις ότι δεν εμποδίζουν τον δρόμο των τυφλών.

- Εντάξει δεν θέλω φασαρίες... Αρκετά προβλήματα έχω. Προσπαθώ να γυρίσω στο σπίτι των αφεντικών μου και είμαι πολύ κουρασμένος και στεναχωρημένος, δεν θέλω κι αλλά βάσανα.

- Αζόρ ήσυχα γιατί γαβγίζεις; και τραβάς έντονα το λουρί... Ήσυχα – ησύχασε.

- Δεν πάει καλά η κοινωνία των σκύλων έχουν τρελαθεί τελείως. Δεν πειράζω κανένα, όμως βλέπω ότι δεν με θέλει και κανένας. Αχ σπίτι μου σπιτάκι μου, γιατί ρε αφεντικό με ξέχασες;

Δεν με ψάχνουν όμως κι αυτό είναι περίεργο . Εγώ πάντως δεν τα παρατάω θα βρω το σπίτι και θα γυρίσω πίσω στην οικογένεια των ανθρώπων που με μεγάλωσαν.

Ωχ τι μυρουδιά είναι αυτή; Μυρίζει έντονα , κάτι καλό έχει αυτός ο κάδος σκουπιδιών. Πωωω κρέας... θα το αρπάξω και θα τρέξω μακριά πριν με πιάσουν τίποτε αδέσποτοι σκύλοι και μου το πάρουν.

- Βρεεεειιιι! Ξουτ παλιόσκυλο... Βρε το άτιμο έριξε κάτω τον κάδο και χύθηκαν όλα τα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο.

- Ωχ αυτός ο άνθρωπος με κυνηγάει με ένα μεγάλο ξύλο... Μήπως θέλει να μου πάρει το κρέας; Πιστεύω να μην με φτάσει γιατί με αυτό το ξύλο μπορεί να με σκοτώσει. Αααα ρε Όλιβερ τι έχεις πάθει... το αφεντικό μου φταίει που με ξέχασε. Τι σκέφτεσαι τώρα... φάε και κατάπιε γρήγορα την λιχουδιά και δρόμο όσο πιο γρήγορα μπορείς.

Ναι – ναι αυτό το πάρκο το γνωρίζω είναι αρκετά κοντά στο σπίτι.

- Βρε φίλε που είσαι; Μου φαίνεται σε ψάχνει το αφεντικό σου. Κάθε μέρα έρχεται στο πάρκο μόνος του, ψάχνει μήπως και σε δει κάπου εδώ.

- Πωωω! πόσο χάρηκα που σε ξαναβλέπω...

- Ναι ρε φίλε μου κι εγώ... Που ήσουν χαμένος τόσο καιρό;

- Άστα που να στα λέω... το Μεγάλο αφεντικό με πήρε με το αυτοκίνητο μια βόλτα μακριά. Μετα από ώρα φτάσαμε σε ένα άγνωστο τόπο. Μου είπε να κατέβω για κατούρημα. Όσο εγώ κατουρούσα σε ένα δέντρο αυτός μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε... Μάλλον με ξέχασε.

- Ε! Όχι και σε ξέχασε. Μάλλον σε έδιωξε χωρίς πολλά λόγια. Κάτι έκανες και δεν σε θέλει.

- Τώρα που επέστρεψα θα δω αν με θέλουν ή όχι. Εύχομαι να είναι όλα καλά και να βλεπόμαστε κάθε απόγευμα στο πάρκο.

- Φεύγω φίλε μου.

Ο Τζόνυ είναι πολύ καλός φίλος, πραγματικά χάρηκα πολύ. Τώρα θα δω αν με θέλουν ή όχι.

Μετα από λίγη ώρα ο Όλιβερ έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας έξω από ένα κατάστημα.

- Όλιβεεεερ Ξύπνα Που ήσουν αγόρι μου; Είπε με χαρά η κόρη της οικογένειας και τον αγκάλιασε.

- Γαβ- Γαβ – Γαβ είμαι πολύ χαρούμενος που με χαϊδεύει, αυτό δείχνει πως με αγαπούν και με θέλουν. Άρα και το μεγάλο αφεντικό, ξέχασε και έφυγε... όχι πως με παράτησε!

- Μπράβο καλό μου σκυλάκι Μπράβο που γύρισες. Μας έλειψες τόσο πολύ. Τώρα θα πάμε πάνω στο σπίτι, θα σου κάνω ένα καλό μπάνιο γιατί είσαι αρκετά βρώμικος και μυρίζεις απαίσια. Έλα – έλα καλό σκυλάκι πάμε...

- Είμαι πολύ συγκινημένος που βρίσκομαι και πάλι στην οικογένεια που με μεγάλωσε.

- Το νερό είναι χλιαρό ότι πρέπει να σε καθαρίσω και να σε βάλω στο κρεβάτι μου να ησυχάσεις και να ξεκουραστείς.

- Τι ακούω;;; Αδερφή... είναι ο Όλιβερ στο δωμάτιό σου;

- Ναι έλα να δεις ήρθε ταλαιπωρημένος ο καημένος, τον έκανα ένα μπανάκι και τώρα τον πήρε ο ύπνος στα μαλακά.

- Ναι ρε Αγγελική αλλά όχι στο κρεβάτι, γιατί αν τον βρει ο μπαμπάς να κοιμάται πάνω στο κρεβάτι σου θα την πληρώσει ο Όλιβερ με κλωτσιές. Αφού ξέρεις ότι ο μπαμπάς δεν το επιτρέπει. Πάμε κάτω στο σαλόνι.

- Έλα Όλιβερ πάμε κάτω; Είπε η Αγγελική.

Πω τι ωραία είναι μέσα στην αγκαλιά των δικών μου ανθρώπων, είμαι πολύ ευτυχισμένος. Αυτή είναι ωραία ζωή να σε αγκαλιάζουν, να σε χαϊδεύουν,να ζεις μέσα σε σπίτι με την ζεστασιά. Όχι όπως οι αδέσποτοι που ζουν στο δρόμο και κοιμούνται στο χώμα.

- Ωωωω τι βλέπω πάλι στο σπίτι ο σκύλος;

- Βρε μπαμπά τι να κάνουμε! Τον βρήκα στην είσοδο και τρελάθηκε ο κακόμοιρος από την χαρά του. Μας έλειψε και του λειψαμε...

- Πίστευα ότι δεν θα μπορούσε να γυρίσει. Τον ξαπόστειλα εκατό χιλιόμετρα απόσταση. Θεωρώ ότι πρέπει να τον συγχωρέσω για πρώτη και τελευταία φορά. Αν όμως κάνει την ανάγκη του στο χαλί ή κατουρήσει στις πολυθρόνες! Θα φύγει με κλωτσιές από δω και αν ξανάρθει θα φωνάξω την υπηρεσία των αδέσποτων να τον πάρει και να τελειώνουμε με δαύτον.

- Πατέρα μην ξεχνάς ότι τότε τον σκύλο τον αφήσαμε στο σπίτι όταν πήγαμε στο Νησί για τρεις μέρες όταν η αδερφή σου ήταν άρρωστη.

- Σε παρακαλώ όχι αδερφή μου, η θεία θα λες.

- Ναι έχεις δίκιο η θεία μας. Οπότε το σκυλί δεν μπορούσε να βγει έξω για να κατουρήσει και να κάνει τα κακά του. Τι να έκανε ο καημένος και την πλήρωσε. Ο Όλιβερ είναι εκπαιδευμένο σκυλί και ξέρει πώς να είναι καθαρός μέσα στο διαμέρισμα.

- ΟΚ τέλος, θα τον δεχθώ με έναν όρο: με την πρώτη ζημιά θα σχολάσει.

- Εντάξει, άφησε Θόδωρε τα παιδιά να χαρούν με την επιστροφή του σκύλου.

- Τι γίνεται και μιλάνε τόσο έντονα όλοι τους; Μήπως λένε κάτι για μένα; Γιατί το μεγάλο αφεντικό με κοιτάζει άγρια; Δεν είδα να με χαϊδεύει και να χάρηκε που γύρισα;

- Έλα Όλιβερ, κάτσε στην γωνιά σου και φάε το φαγητό σου από το μπολάκι σου.

- Να! τον καλομαθαίνετε και χέζει όπου βρει...

- Θόδωρεεεε... Μια φορά το σκυλάκι το έκανε γιατί επί μέρες ήταν κλειδωμένο στο διαμέρισμα. Πριν γιατί ήταν τυπικός και δεν λέρωνε;

- Τέλος πάντων ό,τι πεις γυναίκα... όταν κάνει το παραμικρό θα φάει σουτ που θα είναι όλο δικό του. Εγώ δεν ήθελα σκύλους στο σπίτι. Τους σιχαίνομαι, η κόρη μου είχε φαγωθεί να πάρουμε ένα σκυλάκι, γιατί όλες οι φίλες της έχουν σκυλιά.

- Έλα πιες τον καφέ σου και άσε την γκρίνια, τα έβαλες με το σκυλί τώρα!

- Γυναίκα δεν τα βάζω με τον σκύλο. Αγαπώ τα ζώα, αλλά τα θέλω ελεύθερα στο περιβάλλον τους να ζήσουν όπως τα έπλασε ο θεός. Τώρα το παρεξηγήσαμε, κάναμε τον σκύλο αφεντικό και εμείς υπηρέτες του ζώου. Μιά στον κτηνίατρο για εμβόλια, μετά σκυλοτροφές, σπιτάκι ή φωλίτσα για να έχει την βόλεψη του. Κάθε μέρα να καθαρίζουμε τις ακαθαρσίες του, να κάνουμε το μπανάκι του με ειδικό σαμπουάν. Για να δω αν γεράσω, θα καθαρίζετε τις ακαθαρσίες μου; Τι χάλια είναι αυτά... ο σκύλος να περνάει ζωή χαρισάμενη και στις φτωχές χώρες πεθαίνουν τα παιδάκια από την πείνα. Χώρια που υπάρχει μεγάλη δυστυχία και στην χώρα μας.

- Την θεωρία σου την ακούσαμε χιλιάδες φορές. Τώρα έχουμε ένα σκυλάκι κι εμείς γκρινιάζουμε συνεχώς.

- Άντε πέρασε η ώρα πρέπει να φύγουμε στις δουλείες μας.

- Έγινε μπαμπά, θα βάλω λίγο νερό στο μπολάκι του Όλιβερ και έρχομαι. Όλιβερ, όπως είπαμε, φρόνιμα μέχρι να γυρίσουμε.

- Πωωω πάλι μόνος μέσα στο σπίτι πως θα περάσει η ώρα μέχρι να έρθουν τα αφεντικά, να μου δώσουν σημασία και κανένα χάδι. Θα κοιμηθώ μέχρι να έρθουν.

Οι μέρες περνούσαν σχεδόν χωρίς να προξενήσει προβλήματα ο Όλιβερ. Εκτός από μερικές φορές που γάβγιζε ακούγοντας γαβγίσματα από τους σκύλους των διπλανών διαμερισμάτων. Όταν το μεγάλο αφεντικό του φώναζε να σταματήσει τότε και μόνο τότε ο Όλιβερ κατάπινε την γλώσσα του. Ώσπου μια μέρα από την βιασύνη τους άφησαν στο τραπέζι τα πιάτα. Ο κακομοίρης περίεργος να μυρίσει τις λιχουδιές... με το πόδι του άθελα έσπασε ένα πιάτο.

- Πωωω! Αυτή την φορά δεν το γλιτώνω το ξύλο!

- Τι έγινε γυναίκα... το κοπρόσκυλο έκανε ζημίες; Αμάν έσπασε τα πιάτα... αυτό σημαίνει όταν εμείς λείπουμε το σκυλί γλείφει τα πιάτα μας και δεν ξέρω εγώ τι άλλο μπορεί να λερώνει με τα σάλια του.

- Όχι ρε Θόδωρε κρίμα το σκυλάκι ας το καημένο!

- Γυναίκα δεν θέλω κουβέντες τώρα που λείπει η κόρη μου καλό είναι να πάρει δρόμο από εδώ το σκυλί.

Έπιασε τον Όλιβερ από το αυτί και τον έβγαλε έξω από το διαμέρισμα. Μπήκαν στο ασανσέρ να κατέβουν στο ισόγειο, τότε του έδωσε δυο δυνατές κλωτσιές και τον πέταξε έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας.

Το σκυλί πόνεσε και έκλαψε ασταμάτητα ξεσηκώνοντας όλη την γειτονιά με τις κραυγές του. Οι σκύλοι της πολυκατοικίας γάβγιζαν να τον παρηγορήσουν. Μάλλον έλεγαν κουράγιο φιλέ και καλή τύχη.

Ο Όλιβερ κατάλαβε γιατί τότε τον παράτησε το μεγάλο αφεντικό. Έβαλε κάτω το κεφάλι, την ουρά στα σκέλια και έφυγε παραμιλώντας.

- Όλιβερ παρ’το απόφαση εδώ δεν σε θέλουν... καιρός είναι να πάρεις την τύχη στα πόδια σου. Πρέπει να γυρίσω πίσω στην αγέλη των αδέσποτων. Φυσικά οι πιο πολύ δεν με ήθελαν, αλλά τουλάχιστον κατάλαβα ότι μια σκυλίτσα με συμπαθούσε. Άρχισε να νυχτώνει, η πείνα μου έχει θερίσει το στομάχι. Τα βάσανα μου είναι ατέλειωτα.Αααα! Γι’ αυτό οι άνθρωποι λένε σκυλίσια ζωή. Πάντως βάσανα ξεβάσανα θεωρώ ότι είναι καλύτερα ελεύθερος,παρά να είσαι μέσα σε ένα διαμέρισμα να βλέπεις τους τέσσερις τοίχους και να υπακούς στις παραξενιές των αφεντικών σου. Η αλήθεια είναι πως ελεύθερος είναι εκατό φορές καλύτερα; Θα το ξαναπώ είναι καλύτερα ελεύθερος και πεινασμένος παρά να σε ταΐζουν την ηλίθια σκυλοτροφή που φτιάχνεται στα εργοστάσια με κάθε λογής βιταμίνες και πρωτεΐνες που έχουν τα κόκκαλα και τα παράπλευρα που μας ταΐζουν. Ο Θεός μας έπλασε να κυνηγάμε την τροφή μας, όχι να ξαπλώνουμε όλη μέρα στους καναπέδες γιατί γουστάρουν τα αφεντικά να μας χαϊδεύουν καθώς βλέπουν τηλεόραση. Το κυνήγι της τροφής μας κάνει την καλύτερη γυμναστική. Ελεύθεροι ζούμε σκληραγωγημένα στο κρύο και στην ζεστή. Όχι τα ανάποδα των σπιτιών... όταν τον χειμώνα κάνει κρύο μέσα στο διαμέρισμα κάνει ζέστη και όταν είναι καλοκαίρι αυτοί βάζουν το κλιματιστικό για να έχουνε χειμώνα. Αυτήν την ανθρώπινη βλακεία ζούμε όλοι οι σκύλοι συντροφιάς. Άσε ρε! καλύτερα που με έδιωξε το μεγάλο αφεντικό. Από τώρα και στο εξής τέρμα τα αφεντικά, θα είμαι εγώ το αφεντικό του εαυτού μου. Από δω και στο εξής πρέπει να είμαι προσεχτικός, πονηρός και έξυπνος. Αμάν Τι μου μυρίζει; Κάπου εδώ κοντά είναι ο μπάρμπας που ζούσε στο παγκάκι. Κάτι θα μου πετάξει να φάω και να του κάνω λίγο παρέα.

- Κάτσε στην αγκαλιά μου να πάρεις ένα υπνάκο να ξεκουραστείς γιατί είσαι ταλαιπωρημένος.

- Αρκετά, είμαι μια χαρά μετά τον ύπνο, τώρα πρέπει να φύγω.

- Ωχ που βρίσκομαι;

Αυτός ο τύπος όσο κοιμόμουνα με έφερε στο σπίτι του, είπε με τον νου του. Πρέπει να φύγω γρήγορα πριν με δέσει και χάσω την ελευθέρια μου. Σήμερα είναι... η πρώτη φορά που είμαι στην βροχή χωρίς σπίτι. Ζήτω! Είμαι ελεύθερος στην βροχή. Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου που είμαι σκύλος. Με έπλασες ώστε να μην χρειάζομαι όπως οι άνθρωποι ομπρέλα και βαριά ρούχα για να μην κρυολογήσω. Το τρίχωμα μου είναι τα ρούχα μου, χειμώνα καλοκαίρι και το δέρμα μου σκληρό ώστε να μην αρρωσταίνω από κρυολόγημα.

Τώρα έχω πρόβλημα, δεν μπορώ να μυρίσω τα χνάρια μου. Τα έσβησε το νερό της βροχής. Έμπλεξα... Πως επιστρέψω στην περιοχή που ήταν η αγέλη των αδέσποτων.

Υπομονή Όλιβερ θα τα καταφέρεις, δεν χρειάζεται βιασύνη, έτσι κι αλλιώς δεν σε περιμένει κανείς εκεί.Εκτός από την φίλη μου την Βίγλα που ήταν καλή μαζί μου. Μακάρι να με περιμένει, θα είναι αυτή τουλάχιστον που θα με βάλει στην ομάδα. Ωχ... Αχ... Δεν πρόσεξα ο βλάκας πέρασα στον δρόμο χωρίς να κοιτάξω και με κτύπησε αυτοκίνητο.

Πωωωω! Πονάω δεν μπορώ να κουνηθώ κι έρχεται ο οδηγός να με δείρει που του χάλασα το αυτοκίνητο από το κτύπημα.

- Όχι κρίμα το σκυλάκι το χτύπησα το καημένο, είπε ο οδηγός του κόκκινου αυτοκινήτου. Έλα φιλαράκο,θα σε πάω στον κτηνίατρο να σε εξετάσει. Μην φοβάσαι κάτσε φρόνημα θα γίνεις καλά και τον σήκωσε στην αγκαλιά του.

- Πολύ καλός άνθρωπος. Περίμενα να με κλωτσήσει κι αυτός με πήρε στην αγκαλιά του. Καλό είναι να το σκάσω πριν με πάρει σπίτι του και ζήσω πάλι την σκλαβιά.

- Βρεεεε έλα δω, θέλω το καλό σου! Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πήδησε απότομα από την αγκαλιά μου.

Τα αδέσποτα έχουν δικούς τους κανόνες, επιβιώνουν γιατί είναι σκληραγωγημένα, είπε ο οδηγός με έκπληξη.

- Υπομονή Όλιβερ κούτσα – κούτσα θα πας κάπου ερημικά να ξαπλώσεις μέχρι να περάσουν τα τραύματα σου. Το πίσω πόδι μου με πονάει, δεν μπορώ να περπατήσω καλά. Εδώ τα λάστιχα αυτοκινήτου είναι λίγο μαλακά θα ξεκουραστώ και θα συνεχίσω μέχρι να δω που θα με βγάλει.

Μετα από δυο μέρες, ο Όλιβερ έφυγε αναζητώντας την περιοχή που ήταν οι αδέσποτοι. Οι συχνές βροχές του χειμώνα δεν άφησαν καμιά μυρουδιά από τα χνάρια του όταν πριν καιρό είχε περάσει επιστρέφοντας στο σπίτι των ανθρώπων. Τώρα έψαχνε να βρει τους αδέσποτους.

- Εδώ κάτι θυμάμαι μου φαίνεται γνωστό αυτό το δάσος. Έτσι κι αλλιώς πρέπει να βρω κάτι να φάω γιατί είμαι νηστικός πολλές μέρες. Μου φαίνεται ότι η ζωή στο διαμέρισμα ήταν καλή. Είχε φαγητό όλη την ώρα και νεράκι καθαρό στο μπολάκι. Εεεε... Τι βλακείες σκέφτομαι... Όχι δεν ήταν καλά... Ήμουν σκλαβωμένος. Εδώ είμαι ελεύθερος σιγά – σιγά θα μάθω να βρίσκω την τροφή μου. Να όπως ο γάιδαρος που βόσκει χορτάρι.

- Γεια σου Γάιδαρε... Εεεε κύριε Γάιδαρε... Δεν απαντάς; Τρως και όταν οι γάιδαροι τρώνε δεν μιλάνε. Όπως και τα παιδάκια όταν τρώνε δεν μιλάνε.Καλύτερα να τον αφήσω στην ησυχία του μην μου δώσει καμιά κλωτσιά. Αυτός έχει όλο το γρασίδι της γης δικό του και τρώει όποτε πεινάσει. Είναι πράγματι πολύ τυχερός.

- Τι λες ρε σκύλε; Πως είμαι τυχερός; Τύχη είναι αυτή; Οι άνθρωποι μου βάζουν ένα σαμάρι και κουβαλάω το αφεντικό μια να φτάσουμε στο δάσος, και στην επιστροφή κουβαλάω πολύ βαριά ξύλα που μου λυγίζουν τα ποδιά μου; Χώρια που όταν σταματάω να ξαποστάσω με κτυπάει με ένα ξύλο στα καπούλια μου. Αυτή είναι τύχη; Ενώ εσύ με ένα Γαβ το αφεντικό σου δίνει φαγητό τσάμπα. Χώρια που σε βάζουν και μέσα στο σπίτι να την αράζεις στους καναπέδες και να βλέπεις τηλεόραση. Ποια τύχη έχω εγώ που κοιμάμαι στον αχυρώνα μέσα στις κοπριές και τα κατρουλιά μου. Τράβα λοιπόν τον δρόμο σου και σκέψου λιγάκι γιατί δεν ξέρεις τι σου γίνεται ανίδεε.

- Εντάξει έχεις δίκιο, είσαι ζώο εργατικό, δυνατό και υπομονετικό. Ένα μεγάλο συγνώμη από μένα γιατί δεν ήξερα τι ακριβώς κάνεις. Είδα ότι έχεις πολύ φαγητό και εύκολο. Το βρίσκεις παντού στα λιβάδια, στα χωράφια, και ότι έχει η φύση. Ενώ εμείς οι σκύλοι πρέπει να κυνηγήσουμε ποιο μικρά ζωάκια για να φάμε, ή να γίνουμε σκλάβοι στους ανθρώπους τους προστατεύουμε για να μας δώσουν λίγο φαγητό. Αχ αυτοί οι άνθρωποι θεωρούν ότι αυτοί είναι τα αγαπημένα ζώα του θεού και κάνουν ότι θέλουν στην γη. Σκλαβώνουν τα ζώα για να τους υπηρετούμε. Μερικά ζώα τα σκλαβώνουν τα ταΐζουν να μεγαλώσουν για το φαγητό τους.Γι αυτό πήρα την απόφαση να ζήσω ελεύθερος και ότι γίνει. Γεια σου κυρ γάιδαρε συγνώμη και πάλι.

Ο Όλιβερ έφυγε ψάχνοντας να βρει την αγέλη των αδέσποτων. Η βροχή και το χιόνι στάθηκαν εμπόδιο να βρει τον σωστό δρόμο και έτσι μπήκε πιο βαθιά στο δάσος.

- Αμάν, ένας λαγός θα τον κυνηγήσω, αν τον πιάσω πιστεύω να γεμίσω την κοιλιά μου αρκετά ώστε να μην πεινάω για μέρες. Όχι με κατάλαβε και τρέχει τόσο πολύ ούτε αυτοκίνητο δεν τον προλαβαίνει.

- Σκύλε κάτσε φρόνημα και μην με κυνηγάς, δεν πρόκειται να με πιάσεις. Οι λαγοί τρέχουμε πολύ γρήγορα, γιατί έχουμε αρκετούς εχθρούς. Πρώτοι είναι οι άνθρωποι κυνηγοί με το όπλο τους μας σκοτώνουν από μακριά. Οι λύκοι είναι συγγενείς σου, είναι πονηροί και μας πιάνουν καμιά φορά στον ύπνο. Εσύ φαίνεσαι λίγο χαζούλης δεν είσαι άγριος και πονηρός για να με πιάσεις. Λοιπόν τράβα τον δρόμο σου και αφησέμε στην ησυχία μου.

- Εντάξει λαγέ έχεις δίκιο. Εγώ μεγάλωσα σε σπίτι ανθρώπων, αυτοί με τάιζαν και μου πρόσφεραν τα πάντα. Ζεστή φωλιά και μαγειρεμένο φαγητό. Γι αυτό είσαι τυχερός που δεν ξέρω ακόμα να κυνηγώ. Λοιπόν άντε φεύγω και να προσέχεις. Περπάτησε στο δάσος μονολογώντας.

Πάντως είμαι τυχερός σήμερα που γνώρισα πως είναι ο λαγός. Εγώ λαγό είδα στην τηλεόραση όταν τα παιδιά έβλεπαν το παραμύθι ο λαγός και η χελώνα.

- Ωωωω καλημέρα κύριε ελάφι. Ξεκουράζεσαι;

- Ναι πριν λίγο ένας λύκος με κυνηγούσε και τώρα ξεκουράζομαι, αν θεωρείς ότι μπορείς να μου κάνεις κακό... είσαι γελασμένος θα βάλω μπροστά τα κέρατα μου και θα σε κουτουλήσω.

- Όχι δεν πρόκειται να σου κάνω κακό, πρώτον γιατί είσαι πολύ μεγάλο ζώο και δεύτερον δεν μπορώ να σε φάω. Άρα μην φοβάσαι από εμένα. Πάντως χάρηκα που σε είδα και σε γνώρισα.

Να άλλο ένα ζώο ελεύθερο στην φύση το ελάφι... κι αυτό το είχα δει μια φορά στην τηλεόραση. Τι βλέπω, ένας λύκος! Έφερε μέχρι εδώ το ελάφι. Όμως δεν θα του πω ότι πριν λίγο είδα το ελάφι. Το καημένο ήταν πολύ κουρασμένο.

- Γεια σου, Λύκε, πως από εδώ;

- Εγώ πως από εδώ; Ή εσύ πως βρίσκεσαι στο δάσος;

- Εγώ πάω σε μια περιοχή στην πόλη. Εκεί είναι μια αγέλη από αδέσποτους σκύλους και αποφάσισα να πάω να τους βρω και να μείνω για πάντα μαζί τους ελεύθερος.Όμως τώρα τον χειμώνα τα χιόνια και οι βροχές, είναι η αιτία να χάσω τα χνάρια και έτσι βρέθηκα στο δάσος.

- Τι κρίμα δεν είναι εύκολο για μένα να σου δείξω τον δρόμο να πας στην πόλη που είναι τα φιλαράκια σου. Οι λύκοι δεν πλησιάζουμε κοντά στις πόλεις. Οι άνθρωποι μας κυνηγούν και μας σκοτώνουν γιατί είμαστε άγρια ζώα. Μας φοβούνται γιατί τρώμε τα κατοικίδια τους. Κότες, Προβατάκια, Κατσικάκια. Καμιά φορά σκοτώνουμε τους σκύλους γιατί μας γαβγίζουν και μας προδίδουν στα αφεντικά τους.

- Δηλαδή μου λες ότι μπορείς να με σκοτώσεις και να με φας;

- Όχι βρε... Οι λύκοι δεν τρώνε σκύλους. Όταν μας κυνηγούν τα σκυλιά των κυνηγών τότε μπορεί να σκοτώσουμε κάποιο σκύλο. Εκτός αυτού είσαι λίγο στα χαμένα που έχεις χάσει τον δρόμο σου.

- Μια και γίναμε φίλοι μπορείς να με βοηθήσεις να βρω κάτι να φάω γιατί έχω δυο τρεις μέρες που είμαι νηστικός.

- Κοίτα μην πεις σε κανέναν ότι σε βοήθησε λύκος γιατί αυτό δεν γίνεται. Ο θεός όταν έπλασε τους λύκους τους έμαθε πώς να κυνηγούν άλλα ζώα για να φάνε, γι’ αυτό εμείς οι λύκοι τρώμε μόνο κρέας. Μετα από χρόνια οι άνθρωποι έπιασαν μερικούς λύκους και τους πήραν στα σπίτια τους. Τους εκπαίδευσαν να είναι φύλακες και τους τάιζαν κρέατα. Έτσι χωριστήκαμε Τα άγρια σκυλιά είναι λύκοι και οι ήμεροι λύκοι έγιναν σκύλοι. Καταλαβες;

- Ναι τώρα κατάλαβα γιατί περίπου μοιάζουμε.

- Λοιπόν θα κρυφτείς μεσ’ τα χόρτα και εγώ πιο κάτω θα κρυφτώ, όπου να είναι έρχεται ένα αγριογούρουνο εσύ θα το γαβγίσεις και θα το κυνηγήσεις προς το μέρος μου τότε εγώ θα το πιάσω και έτσι θα φας να χορτάσεις... Εντάξει;;;

- Ναι... Τώρα έρχεται προ τα εμένα, το βλέπω

. Είναι μεγάλο μήπως με φάει αυτό;

- Τι σου είπα; Μην φοβάσαι,εσύ μόνο θα γαβγίζεις, τα άλλα θα τα κάνω εγώ. Τώρα κρύψου βλάκα μέχρι να μας πλησιάσει.

- Γαβ- Γαβ – Γαβ... Αααα μπράβο μου το διώχνω προς τον Λύκο, ευτυχώς που το τρόμαξα και τρέχει προς τον λύκο.

- Εντάξει σκύλε, το έπιασα το αγριογούρουνο.

. Έλα να φας και να χωρίσουμε πριν έρθουν οι λύκοι και σε δουν... δεν θα ξεπλέξεις.

- Εντάξει ευχαριστώ πολύ για το γεύμα... χόρτασα αρκετά.

Τώρα που σε βλέπω κατάλαβα... είσαι ο ΛΥΚΟΣ από το παραμύθι του παππού Δημήτρη.

- Άντε γεια φύγε μακριά πριν έρθουν οι λύκοι σου είπα.

Ο λύκος τον κοίταξε για τελευταία φορά και χάθηκε μέσα στο δάσος.

- Οκ... φίλε μου δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Πράγματι ήταν πολύ καλός μαζί μου. Σε ποιον να πω αυτήν την ιστορία και να με πιστέψει... ότι συνεργάστηκα με Λύκο και μου έδωσε αγριογούρουνο να φάω. Όσο περπατάω στο δάσος γίνομαι και πιο δυνατός. Που να τα έβλεπα αυτά όταν ήμουν στο διαμέρισμα μαζί με τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι με χαϊδεύανε με παίζανε και κατάντησα χαζούλης. Τώρα ζω μόνος και πρέπει να γίνω δυνατός και σκληρός για να μπορώ να ζήσω.

- Εεεειιι... Αλεπού πως από εδώ;

- Καλά; Πας να με τρελάνεις; Του απάντησε η αλεπού. Εδώ ζω... από τότε που ο θεός έπλασε τις αλεπούδες... ζούμε στα δάση. Δεν είμαι σαν εσάς τους σκύλους που σας κάνουν οι άνθρωποι κουμάντο. Εμείς είμαστε πολύ έξυπνες και πονηρές. Οι άνθρωποι όταν θέλουν να πουν κάποιον έξυπνο ή πονηρό του λένε... (ΕΙΣΑΙ ΠΟΝΗΡΗ ΑΛΕΠΟΥ)

- Για πες μου κυρά αλεπού, πως ζεις εδώ στο δάσος; Δεν φοβάσαι τα μεγάλα ζώα που είσαι μικρή;

- Φυσικά και φοβάμαι, αλλά βρίσκω τρόπους και καταλαβαίνω τους κινδύνους. Οι γονείς... μου έμαθαν ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός. Όπως οι άνθρωποι που συμβουλεύουν τα παιδιά τους πώς να προσέχουν να μην πειράζουν την ηλεκτρική κουζίνα, να μην βάζουν τα χεράκια τους στις πρίζες, να μην κλειδώνουν την πόρτα στο δωμάτιο τους, να μην βλέπουν πολύ ώρα παιδικά στην τηλεόραση γιατί θα χαλάσουν τα ματάκια τους, να μην φεύγουν χωρίς τους γονείς τους από το σπίτι και άλλα πολλά.

- Εγώ ξέρω ότι στο δάσος ζουν άγρια ζώα γι’ αυτό δεν έχουν μεταξύ τους φιλίες. Εσύ έχεις φίλους; ρώτησε την αλεπού ο Όλιβερ.

- Έχω τον κόρακα.

- Εεεε τώρα με κοροϊδεύεις; Πως είναι δυνατόν να έχεις ένα πουλί φίλο;

- Ο κόρακας όταν δει από ψηλά ένα ποντικό φωνάζει ΚΡΑ – ΚΡΑ τότε ο ποντικός κοιτάζει ψηλά να δει τον κόρακα. Εγώ τον ακούω, τρέχω προς την μεριά του ποντικού και πιάνω το ποντικάκι εύκολα. Γι αυτό ο κόρακας είναι πάντα φίλος μου. Οι άνθρωποι έχουν γράψει παραμύθι: η Αλεπού κι ο Κόρακας.

- Εκτός από ποντικούς τι άλλο κυνηγάς; Τον ρώτησε με απορία ο Όλιβερ.

- Όταν δεν έχω φαγητό τότε κατεβαίνω στο κοντινό χωριό το βράδυ και μπαίνω στο κοτέτσι, αρπάζω μια κότα και πάω στην φωλιά μου να ταΐσω την οικογένεια μου. Αν δεν βρω τίποτα τότε ψάχνω μες στα χόρτα να βρω σαλιγκάρια.

- Αααα ωραία ιδέα. Σε ευχαριστώ κυρά Μάρω.

- Πρώτα απ’ όλα... γιατί με είπες κυρά Μάρω;

- Τα παιδιά στην οικογένεια διάβαζαν ένα παραμύθι και το όνομα της αλεπούς ήταν κυρά Μάρω. Πάντως χάρηκα που τα είπαμε ... Άντε γεια σου τώρα γιατί βιάζομαι, είπε φεύγοντας ο Όλιβερ.

- Ευτυχώς που γνώρισα την αλεπού... μου έμαθε πολλά. Πώς κυνηγούν και τι τρώνε οι αλεπούδες που ζουν στο δάσος. Αν δεν μπορώ να πιάσω κανένα ποντίκι τουλάχιστον θα πιάσω σαλιγκάρια, που δεν τρέχουν κιόλας. Πρέπει να προχωράω ποιο γρήγορα, εδώ στο δάσος μου φαίνεται πολύ δύσκολο να ζήσω. Έχει πολλά άγρια ζώα και δεν μπορώ να επιβιώσω. Απ’ ότι ξέρω οι σκύλοι δεν κατοικούν στα δάση. Από το είδος μας μόνο ο λύκος ζει στα δάση. Ωωωω να μια χελώνα.

- Καλημέρα κυρά χελώνα. Γιατί δεν μου μιλάς και κρύφτηκες μεσ’ το καβούκι σου;

- Αν φύγεις ποιο μακριά τότε θα βγω από το καβούκι μου.

- Αυτό είναι αγένεια. Όταν κάποιος σε καλημερίζει,δεν πρέπει να κρύβεσαι.

- Αν βγω να σου πω καλημέρα θα με αρπάξεις και θα με φας κύριε Λύκε!

- Αααα όλα κι όλα! Εγώ δεν είμαι λύκος, είμαι σκύλος.

- Καλά κάνε λίγο πιο πέρα και θα βγάλω το κεφάλι μου να σε αναγνωρίσω.

- Εντάξει θα πάω μερικά μέτρα πιο πέρα. Θέλω να σε δω γιατί δεν έχω δει ποτέ μου χελώνα, μόνο στο παραμύθι Ο ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΧΕΛΩΝΑ.

- Χαχαχα τι μου θύμησες... Ο χαζός ο λαγός, επειδή τρέχει γρήγορα, πήρε ένα υπνάκο και νόμιζε ότι εγώ θα τον περίμενα. Έτσι, εγώ έφτασα στο τέρμα και τον κέρδισα. Άντε θα βγάλω το κεφάλι μου να γνωριστούμε.

- Πράγματι, είσαι όμορφη και φυσικά έξυπνη. Θα ήθελα να γίνουμε φίλοι. Μπορείς να μου πεις τι τρως εδώ στο δάσος;

- Το φαγητό μου είναι χόρτα και φρούτα του δάσους.

- Μπορείς να μου πεις ποιοι είναι οι εχθροί σου;

- Οι εχθροί μου είναι πολλοί, σχεδόν όλα τα άγρια ζώα. Γι΄αυτό ο Θεός με έπλασε να έχω καβούκι ώστε να κρύβομαι μέσα, για να μην μπορούν οι εχθροί να μου κάνουν κακό. Άλλο καλό που μου έκανε το καβούκι, είναι πολύ βαρύ και έτσι περπατάω πολύ αργά. Γι αυτό ζω και πάρα πολλά χρονιά πάνω από εκατό χρόνια. Αν έχω την υγεία μου μπορεί και εκατό πενήντα.

- Μπράβο κυρά χελώνα... Να είσαι καλά έμαθα αρκετά κι από εσένα.

- Τώρα σε χαιρετώ γιατί πρέπει να βρω την παρέα των αδέσποτων.

- Γεια σου Σκύλε και να προσέχεις τα άγρια ζώα.

Στο δάσος η ζωή είναι δύσκολη και ο Όλιβερ δεν μπορούσε να τα καταφέρει γιατί ήταν σκύλος του σαλονιού. Όταν ήταν κουταβάκι τον υιοθέτησε η οικογένεια της Αγγελικής. Έτσι μεγάλωσε στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας. Δεν γνώρισε τίποτε άλλο εκτός από ανθρώπους και καμιά φορά όταν τον έβγαζαν βόλτα στο πάρκο συναντούσε σκύλους, άλλοι ήταν φιλικοί μαζί του κι άλλοι δεν του έδιναν σημασία. Τώρα που ζει ελεύθερα είναι δύσκολα. Είχε μάθει το φαγητό να το βρίσκει στο πιάτο και το νερό στο μπολάκι του. Στο Δάσος τα πράγματα είναι αλλιώτικα, έπρεπε να κυνηγήσει, για να φάει και να περπατήσει ώρες μέχρι να βρει νερό να πιει.

- Όλιβερ υπομονή μέχρι να βρεις τον δρόμο για την πόλη, εδώ στο δάσος δεν θα μπορέσεις να ζήσεις... (παραμιλούσε και έψαχνε να βρει κάτι να φάει). Τώρα η κοιλιά μου γουργουρίζει από την πείνα, πρέπει να βρω κάτι να φάω. Να δυο σαλιγκαράκια θα τα φάω όπως μου είπε η Αλεπού.

- Γεια σας σαλιγκαράκια μου πως από δω;

- Εμείς ζούμε εδώ... εσύ τι ζητάς από εμάς;

- Να... ξέρετε; Η Αλεπού μου είπε ότι μπορώ να σας φάω όταν πεινάω.

- Καλά δεν ντρέπεσαι ολόκληρος σκύλος μεγάλος και τρανός! Θέλεις να φας εμάς που είμαστε μια μπουκιά σαλιγκαράκια ... Πως θα χορτάσεις την πείνα σου με δυο μικρά αδελφάκια σαλιγκαράκια; Ντροπή σου!

- Όχι έκανα λάθος κάποιο άλλο ζώο θα μου είπε η αλεπού και εγώ μπερδεύτηκα. Έχετε δίκιο πώς να φάω δυο μικρά αδελφάκια μέσα στο δάσος. Συγνώμη αν σας τρόμαξα. Άντε στο καλό και να προσέχεται μην σας βρει η πονηρή αλεπού και σας φάει.

Τι έπαθα... Ντράπηκα που με πρόσβαλαν τα καημένα, εκτός αυτού είχαν δίκιο τι να μου κάνουν δυο τόσο μικρά σαλιγκαράκια; Άσε που είδα το σώμα τους γεμάτο σάλια. Πρρρρου ανατρίχιασα. Αν τα έτρωγα σίγουρα θα με έπιανε αηδία και θα έκανα εμετό. Τώρα τι κάνω που πεινάω τόσο πολύ, θα δοκιμάσω να φάω χόρτα.

Έφαγε λίγα χόρτα, αν και δεν του άρεσαν πάντως κάτι έβαλε στην κοιλιά του να χορτάσει. Μετα από λίγη ώρα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και τον θέρισε η διάρροια από τα χόρτα.

Τρέχοντας έφτασε στην παραλία. Από μακριά άκουσε τα γαβγίσματα και τα παρακάλια από ένα σκυλάκι. Έτρεξε γρήγορα και χωρίς να το σκεφτεί πήδησε στο νερό και κολυμπώντας έφτασε το σκυλάκι.

αδεσποτος

- Μην φοβάσαι θα κρατηθείς από την πλάτη μου και θα σε βγάλω στην ακτή.

- Ευχαριστώ έχω χάσει το αφεντικό μου... ήμουν στην βάρκα, είδα ένα ψαράκι στο νερό και πήδησα να το πιάσω. Μάλλον το αφεντικό μου δεν είδε που πήδησαν στο νερό και με έχασε.

- Τώρα θα βγούμε έξω θα κάτσεις να στεγνώσεις... θα γαβγίζουμε και οι δυο μας, κάποια στιγμή θα μας ακούσει και θα έρθει να σε πάρει.

- Εσύ δεν έχεις αφεντικό;

- Όχι είμαι ελεύθερος. Το αφεντικό μου δεν ήθελε σκύλο μέσα στο σπίτι και με έδιωξε. Τώρα ας κοιτάξουμε να βρούμε το αφεντικό σου να σε πάρει. Σε λίγο θα νυχτώσει.

- Γαβ – Γαβ – Γαβ να έρχεται με την βάρκα ... Θα του πω να πάρει κι εσένα μαζί γιατί με έσωσες.

- Όχι δεν θέλω άλλο πια να ζω σε σπίτι, εγώ θα πάω πιο κάτω... θα περιμένω μέχρι να σε πάρει!Εντάξει;

- Μετα από λίγη ώρα το σκυλάκι μπήκε στην βάρκα και γαβγίζοντας αποχαιρέτισε τον Όλιβερ, που κοιτούσε από την παραλία.

- Γεια σου μικρέ και να θυμάσαι ότι οι σκύλοι δεν κυνηγούν ψάρια στην θάλασσα, του είπε ο Όλιβερ και ξάπλωσε στην άμμο να κοιμηθεί για πρώτη φορά στην ζωή του κοντά στην θάλασσα.

Το πρωί μερικά αδέσποτα τον είδαν να κοιμάται και τον ξύπνησαν γαβγίζοντας.

- Εεεε εσύ! Ξύπνα και πάρε δρόμο από τα μέρη μας.

- Γιατί φωνάζετε και με απειλείτε... Δεν σας πήρα το κρεβάτι ούτε την φωλιά σας. Είμαι κουρασμένος και με πήρε ο ύπνος εδώ. Πάντως μην κάνετε φασαρία, έτσι κι αλλιώς πρέπει να φύγω γιατί ψάχνω την παρέα μου στην πόλη εδώ κοντά.

- Α... Πες μας έτσι, ότι έχεις φίλους αυτούς τους αδέσποτους στην πόλη! Αυτοί μας έδιωξαν γι’ αυτό είμαστε μόνοι μας.

- Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό. Φυσικά δεν ξέρω αν με θέλουν στην παρέα τους. Την πρώτη φορά που με είδαν δεν με ήθελαν. Με τον τρόπο μου πιστεύω ότι άρχισαν να με συμπαθούν. Ήμουν στα χαμένα γιατί θεωρούσα ότι η οικογένεια που με είχε υιοθετήσει με έψαχνε. Όταν γύρισα στο σπίτι κατάλαβα ότι το μεγάλο αφεντικό δεν με ήθελε. Με έδιωξε με τις κλωτσιές. Οπότε θέλω δεν θέλω γυρίζω πίσω στην παρέα των αδέσποτων.

- Συγνώμη αν σε διώχνουμε, εμείς οι τρεις ήμαστε φίλοι. Τρώμε όποτε πιάσουμε κάτι για να φάμε. Οπότε εσύ αν έρθεις δεν θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα.

- Μην ανησυχείτε δεν πρόκειται να κάτσω. Μιας και ξύπνησα θα φύγω ψάχνοντας να βρω τους αδέσποτους, τους είπε φεύγοντας ο Όλιβερ.

- Οι αδέσποτοι είναι εδώ κοντά στην πόλη.

- Ναι βλέπω μερικά σπίτια λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα. Λοιπόν γεια σας.

- Γεια σου... Εεεε Πως σε λένε; Τον ρώτησε ο καφετής.

- Όλιβερ με φώναζαν οι Άνθρωποι του σπιτιού.

Ο Όλιβερ άρχισε να τρέχει προς την πόλη όσο μπορούσε πιο γρήγορα μιας και ήταν ξεκούραστος αφού είχε κοιμηθεί όλο το βράδυ.

- Να ένας σκύλος που τρέχει προς τα εδώ. Θα του ρίξω ένα κομμάτι ψωμί. Όταν σκύψει να το φάει θα τον πιάσω. Θέλω ένα σκύλο για φύλακα στο μαγαζί μου. Μου φαίνεται καλός, είπε με περιέργεια ο Άνθρωπος.

- Τι βλέπω; Αυτός ο Άνθρωπος μου έριξε μια φέτα ψωμί. Θα πλησιάσω με προσοχή. Πρώτα θα την μυρίσω μήπως έχει δηλητήριο και μετά θα την φάω.

Καθώς ο Όλιβερ πλησίασε το ψωμί ο Άνθρωπος προσπάθησε να τον πιάσει από το λουρί που είχε στο λαιμό του. Ο Όλιβερ κατάλαβε ότι ήθελε να τον δέσει και να τον πάρει μαζί του, ποιος ξέρει που. Τότε ο Όλιβερ αποφάσισε να τον τρομάξει και του δάγκωσε το παντελόνι. Ο Άνθρωπος φοβήθηκε και τον άφησε, φωνάζοντας.

- Ξουτ! παλιόσκυλο... φύγε απ’ εδώ... Βρε το παλιόσκυλο ήταν άγριο κόντεψε να με φάει.

- Αααα καλά σου έκανα παλιάνθρωπε που ήθελες να με σκλαβώσεις. Ορκίστηκα ότι δεν πρόκειται να ζήσω σε σπίτι μαζί με τους ανθρώπους. Θα ζήσω ελεύθερος κι ας ζήσω δύσκολα. Κάτι γνωστό μυρίζω εδώ. Μου φαίνεται η μυρουδιά της Βίζλα, μακάρι να είναι εδώ κοντά γιατί κουράστηκα και δεν μπορώ να περπατήσω άλλο.

- Γαβ- Γαβ – Γαβ τι θέλεις εδώ κοντά στο σπίτι μου, του γάβγισε ένας μεγαλόσωμος σκύλος, δείχνοντας τα κοφτερά του δόντια.

- Μην αγριεύεις φίλε μου... περαστικός είμαι από την γειτονιά σου, δεν πρόκειται να μείνω στα μέρη σου. Του απάντησε ο Όλιβερ.

- Άντε βάλτο στα πόδια και μην ξαναπατήσεις στα μέρη μου. Το όνομα μου είναι Τέρας. Στο λέω να το θυμάσαι. Αν όμως σε ξαναδώ στην γειτονιά μου να ξέρεις δεν θα έχεις καλά ξεμπερδέματα. Λοιπόν, είπα φύγε πριν σε βάλω κάτω.

- Εντάξει ο κόσμος των σκυλιών έχει και κανόνες. Τώρα φεύγω γιατί έτσι κι αλλιώς δεν είχα σκοπό να μείνω στο μέρος σου. Άντε γεια και να είσαι πιο ευγενικός με τους ξένους.

Τι να πω στον τρελό ακόμα δεν με είδε έβαλε τις φωνές, λες και θα του έτρωγα το φαγητό του. Πωωω η κοινωνία των σκυλιών είναι τελείως άγρια, είπε τρέχοντας προς τα γνωστά χνάρια.

Ήταν ακόμη πολύ μακριά από την συνοικία των αδέσποτων. Η μυρωδιά από τα αποτυπώματα τα δικά του και των άλλων γνωστών της παρέας ήταν έντονη, κι αυτό έκανε τον Όλιβερ να παίρνει κουράγιο ότι κάποια στιγμή θα συναντούσε την Βίζλα. Ήταν η μόνη απ’ όλη την αγέλη που τον συμπάθησε απ’ ότι θυμάται ο καημένος.

Μετα από λίγη ώρα βγήκε στα πρώτα σπίτια. Γνώρισε τον δρόμο που τον κτύπησε το αυτοκίνητο. Ήταν πολύ κοντά στις γειτονιές που σύχναζαν οι αδέσποτοι.

- Εεεε παιδιά! Γύρισα! φώναξε γαβγίζοντας ο Όλιβερ μόλις αντίκρισε μια ομάδα από γνωστούς αδέσποτους στο πεζοδρόμιο.

- Τι έγινε ρε βουτυρόσκυλο, πάλι εδώ; Του απάντησαν με απορία.

- Ναι να ήρθα να ζήσω κοντά σας γιατί κατάλαβα ότι η ζωή στο διαμέρισμα δεν έχει ουσία.

- Ναι καλά τα λες! Αλλά πως κατάλαβες ότι εμείς σε θέλουμε στην παρέα μας; είπε ο Μαύρος αφήνοντας τον Όλιβερ πίσω του.

- Έχω καταλάβει ότι όλοι σας είστε σκύλοι που δεν σας ήθελαν οι άνθρωποι. Μερικοί από εσάς έχετε πονέσει από τα κακά παιδιά που σας πετούν πέτρες και ξύλα και σας διώχνουν όποτε σας δουν. Έτσι είμαι κι εγώ, το αφεντικό μου με έδιωξε πριν μέρες από το διαμέρισμα με κλωτσιές.

- Στο είχα πει και την προηγούμενη φορά ότι είμαστε δύσκολα εδώ γιατί ψάχνουμε το φαγητό και δεν μας φτάνει. Οπότε εσύ θα είσαι ένα παραπάνω πρόβλημα. Πριν δυο μέρες είχε έρθει ένας σκύλος και τον διώξαμε με δαγκωνιές, όπως θα κάνουμε και με σένα αν δεν φύγεις κατάλαβες; του γάβγισαν αγριεμένα.

- Εεεε Όλιβερ ήρθες; Γάβγισε χαρούμενα και δυνατά η Βίζλα γυρνώντας από ένα χωματόδρομο πιο πέρα.

- Όχιιιι... τώρα είναι σίγουρο ότι θα τον κρατήσουμε στην αγέλη γιατί η Βίζλα τον είχε συμπαθήσει και μας έκανε φασαρία την προηγούμενη φορά που τον διώξαμε, είπε ο μαυρομούτσουνος της παρέας.

- Αααα Βίζλα πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! Είπε ο Όλιβερ.

Έτρεξε ο Όλιβερ και της έγλειψε την μουσούδα και κουνούσε ασταμάτητα την ουρά του δείχνοντας την αγάπη του και να την ευχαριστήσει που τον καταδέχτηκε.

- Σύντροφοι, δεν χαίρεστε που ήρθε στην παρέα μας ένας ευγενικός και αθώος φίλος μας; είπε η Βίζλα.

- Εσύ όλα ωραία τα βλέπεις... Τι θα γίνει αν έρχεται ο κάθε βλάκας στην παρέα μας, είπε ο Μαύρος

- Πως θα τα βγάλουμε πέρα. Προχθές ήρθε άλλος και τον διώξαμε, τώρα εμφανίστηκε κι αυτός! γάβγισε ο Μπεζ.

- Εγώ πάντως τον θέλω γιατί είναι περίπου της ράτσας μου, είπε απότομα η Βίζλα.

- Σε ευχαριστώ πολύ, είπε ο Όλιβερ και συνέχισε: Φίλοι μου είμαι αποφασισμένος να ακολουθώ τους κανόνες της αγέλης, όχι μόνο για το φαγητό αλλά και σε ό,τι άλλο χρειαστεί.

- Τι λες ρε μπουνταλά; Θα μπεις μπροστά στις μάχες μεταξύ των αντίζηλων; Θα είσαι παρών όταν οι άνθρωποι μας κυνηγούν; είπε αυστηρά ένα γέρικο σκυλί. Όλα αυτά θα τα πούμε στο συμβούλιο όλης της ομάδας των αδέσποτων.

- Θα σας ακολουθήσω, θα κάτσω να με κρίνετε και ότι αποφασίσετε θα το δεχτώ.

- Ωραία πάμε και θα μιλήσω κι εγώ, γιατί και μένα με ενδιαφέρει ο Όλιβερ, είπε με αυτοπεποίθηση η Βίζλα.

Περπάτησαν μέσα από δρόμους και στενά, πέρασαν από ένα κλειστό γήπεδο. Μετα από λίγο έφτασαν στο στενό δρομάκι. Σημείο συνάντησης για τα συμβούλια τους.

- Αγαπητοί μου φίλοι σήμερα μαζευτήκαμε εδώ να αποφασίσουμε αν θα μπει στην αγέλη μας ένας ακόμη σύντροφος. Το όνομα του είναι Όλιβερ... έτσι τον φώναζε η οικογένεια των ανθρώπων που τον μεγάλωσαν σπίτι τους. Λοιπόν ακούω προτάσεις, είπε ο δυνατός και αγέρωχος αρχηγός (Ένα Λυκόσκυλο).

- Εγώ αρχηγέ που τον γνώρισα πριν μερικές μέρες και πάλι σήμερα λέω να τον διώξουμε γιατί ένα παραπάνω στόμα θα είναι πρόβλημα, είπε ο Μαύρος.

- Εγώ λέω να τον κρατήσουμε μια δυο μέρες, να δούμε αν μπορεί να ζήσει την ζωή του αδέσποτου και βλέπουμε, είπε ο μαυρομούτσουνος.

- Εγώ λέω να μαλώσει με δυο – τρεις από εμάς να δούμε αν είναι δυνατός και να τον κρατήσουμε, είπε ένα τσοπανόσκυλο.

- Εγώ λέω να τον κρατήσουμε στην αγέλη γιατί τον συμπάθησα... είναι της ιδίας ράτσας με μένα, είπε η Βίζλα.

- Ακούστε! Είπε ο αρχηγός και συνέχισε... Δεν είναι θέμα φαγητού που είπε ο Μαύρος. Δεν είναι θέμα αν τον δοκιμάσουμε δυο- τρεις μέρες, που είπε ο μαυρομούτσουνος. Δεν είναι θέμα να παλέψει για να μας δείξει πόσο δυνατός είναι, που μας είπε το τσοπανόσκυλο. Δεν είναι η δικαιολογία της Βίζλα ότι είναι από την ράτσα της. Το θέμα είναι ότι αν μπορεί να αντέξει την ζωή που κάνουμε εμείς οι αδέσποτοι. Που δεν έχουμε σπίτι, δεν έχουμε αφεντικά να μας ταΐζουν. Το θέμα είναι να αποκτήσει την εξυπνάδα να αποφεύγει την αποχή του Μπόγια, και την φόλα με κρέας που θα πετάξει ο κακόβουλος άνθρωπος. Το θέμα είναι αν έχει κουράγιο να κοιμηθεί στο χιόνι, να βρέχεται στην βροχή να σκάει από την ζέστη τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Να κυνηγάει ποντικούς στα χαλάσματα και στους υπονόμους. Να τρώει από σκυλοτροφές μέχρι σκουλήκια και κατσαρίδες. Να μπορεί να τουμπάρει σκουπιδοτενεκέδες και να χορταίνει από τα αποφάγια των ανθρώπων στα σκουπίδια. Τότε και μόνο τότε θα αποφασίσει ο ίδιος, αν θα παραμείνει στην αγέλη των αδέσποτων. Εμείς θα τον έχουμε σύντροφο όπως όλοι εμείς γίναμε αδέσποτοι. Γιατί μερικοί από εμάς γεννηθήκαμε στις αλάνες, αλλά και πολλοί από εμάς γίναμε μέλη στην παρέα γιατί μας έδιωξαν τα αφεντικά μας, όπως ο φίλος μας Όλιβερ.

- Λοιπόν σύντροφοι θα ψηφίσουμε τώρα. Όποιοι θέλουν να μείνει στην αγέλη ο Όλιβερ να γαβγίσουν μια φορά και όσοι δεν θέλουν να μείνει να γαβγίσουν δυο φορές. Επικράτησε ησυχία για περίπου ένα λεπτό και σχεδόν όλοι γάβγισαν μόνο μια φορά που σημαίνει ότι ο Όλιβερ θα μείνει για πάντα στην αγέλη.

- Σας ευχαριστώ πολύ που σχεδόν όλοι με θέλετε για σύντροφο σας, είπε συγκινημένος ο Όλιβερ. Υπόσχομαι ότι θα είμαι πάντα μπροστά στις μάχες. Πάντα μπροστά για την διεκδίκηση της τροφής. Θα είμαι πάντα στο πλευρό του κάθε ενός για βοήθεια. Ευχαριστώ πολύ τον αρχηγό μας για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε.

Όλα τα σκυλιά της αγέλης έβγαλαν ουρλιαχτά (ου,αου,ουουου) να ενθουσιάσουν και να υποδεχθούν το νέο μέλος της παρέας.

- Απορώ πως τα κατάφερες και μας βρήκες μετά από τόσες βροχές! Πως μύρισες τα χνάρια μας αφού το νερό της βροχής ξεπλένει τις μυρουδιές.

- Είναι μια ολόκληρη ιστορία. Δεν ήρθα μόνο μυρίζοντας αλλά με διάφορες εικόνες των τοπίων που θυμόμουνα. Το μόνο δύσκολο ήταν όταν βρέθηκα στο δάσος... Να! πίσω απ’ αυτόν το λόφο είναι ένα απέραντο δάσος, εκεί μπερδεύτηκα γιατί δεν είχα περάσει ποτέ. Τέλος καλό όλα καλά, είπε ο Όλιβερ.

- Γιατί σε έδιωξε το αφεντικό σου;

- Ας το ξεχάσουμε αυτό... δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα.

- Έλα πες μου γιατί έχω κι εγώ μια ανάλογη ιστορία, είπε η Βίζλα, που δεν έλειψε στιγμή από κοντά του.

- Ωραία... Την πρώτη φορά, η οικογένεια με άφησε για μέρες μέσα στο διαμέρισμα γιατί πήγαν κάπου που έπρεπε να λείψουν χωρίς να με πάρουν μαζί τους για κάποιο λόγο. Την πρώτη μέρα κρατήθηκα την δεύτερη δεν μπόρεσα να κρατηθώ και έκανα τα κακά μου μέσα στο σπίτι και κατούρησα πίσω από τον καναπέ. Όταν γύρισαν το Μεγάλο αφεντικό με πήρε με το αυτοκίνητο και με παράτησε μακριά σε άγνωστο μέρος. Στην διαδρομή βρέθηκα στην παρέα σας. Γύρισα πίσω πιστεύοντας ότι με είχε ξεχάσει. Όταν γύρισα, τα παιδιά του με καλοδέχτηκαν. Μετα μερικές μέρες έφυγαν όλοι για τις δουλειές τους βιάστηκα. Ξέχασαν στο τραπέζι μερικά πιάτα με φαγητά. Για αρκετή ώρα η μυρουδιά μου είχε σπάσει την μύτη. Από περιέργεια να δω τι φαγητό είχαν τα πιάτα... Σηκώθηκα όρθιος καθώς ακούμπησα με το πόδι μου στο τραπέζι έσπασα ένα πιάτο. Ήταν η αφορμή να με τιμωρήσει το αφεντικό. Μου έδωσε κλωτσιές και με έδιωξε.

- Τι αισθάνεσαι τώρα που είσαι στην παρέα μας; του είπε ένας μικρούλης που άκουγε προσεχτικά την ιστορία του Όλιβερ.

- Έχω καταλήξει ότι είναι καλύτερα να ζω αδέσποτος και ελεύθερος.Παρά να είμαι σκλαβωμένος σε ένα διαμέρισμα, να είμαι το παιχνίδι της οικογένειας.

- Μπράβο ρε φίλε. Φεύγω τώρα πάω να βρω τίποτε να φάω.

- Για πες μου Βίζλα την δική σου ιστορία, πως βρέθηκες στην παρέα; ρώτησε ο Όλιβερ.

- Όταν γεννήθηκα με πήρε από την μαμά μου ένας κυνηγός. Αυτός με μεγάλωσε και μου έμαθε τι πρέπει να κάνω όταν πηγαίναμε για κυνήγι. Εγώ πάντα προσπαθούσα να κάνω το καλύτερο. Όταν κυνηγούσε αγριογούρουνα με έστελνε μέσα στο δάσος να μυρίσω αγριογούρουνο να του γαβγίζω για να ξέρει το αφεντικό μου που είναι το γουρούνι ώστε να πυροβολήσει και να το σκοτώσει. Ήταν επικίνδυνο για μένα. Μερικές φορές το άγριο ζώο με κυνηγούσε. Εγώ έτρεχα να γλιτώσω από τον φόβο μου. Το αφεντικό ήταν πολύ σκληρό μαζί μου. Πολλές φορές με έδερνε γιατί δεν έβρισκα κάτι να κυνηγήσει. Μια μέρα το αφεντικό τουφέκισε ένα πουλί, όπως κάθε φορά έτρεχα στο μέρος που έπεφτε το πουλί, το έπιανα στο στόμα μου και το έδινα. Μια μέρα τουφέκισε και το πουλί έπεσε μέσα σε θάμνο με αγκάθια. Προσπάθησα να το πιάσω αλλά αυτό ήταν μέσα στα αγκάθια και δεν μπόρεσα να το πιάσω. Τότε από τα νεύρα του που δεν έπιασα το πουλί, με έδειρε και με άφησε στο δάσος. Μετα από μέρες βρέθηκα πεινασμένη και άρρωστη εδώ στην γειτονιά. Μετα με πήραν στην αγέλη όπως κι εσένα.

- Εεεε αφήστε την κουβέντα στο κέντρο ήρθε η φιλοζωική και άφησε τροφή στο πεζοδρόμιο πάμε για φαγητό.

- Αααα! Αζόρ σε ευχαριστώ πολύ... Είπε κουνώντας την ουρά της από ευχαρίστηση η Βίζλα.

- Τι, δίνουν φαγητό στα αδέσποτα; ρώτησε την Βίζλα ο Όλιβερ.

- Πάμε γρήγορα γιατί τρώει όποιος προλάβει, του απάντησε.

Πράγματι το φαγητό ήταν αρκετό για πολλούς σκύλους. Ο Όλιβερ έφαγε με πολύ όρεξη γιατί είχε αρκετές μέρες να φάει. Η Ζωή των αδέσποτων στην πόλη είναι παράξενη, έχει ανεξαρτησία αλλά και κανόνες. Οι κανόνες είναι σκληροί για όσους σκύλους δεν πειθαρχούν. Το φαγητό είναι ο πιο σοβαρός απ’ όλους τους κανόνες. Πρέπει να τρώνε λίγο για να αφήσουν φαγητό για τους υπόλοιπους που λείπουν. Το ίδιο κάνουν τα καλά παιδιά στο σπίτι. Περιμένουν την μητέρα να τους βάλει το φαγητό στο πιάτο και να φανέ το φαγητό τους. Ποτέ δεν τρώνε το φαγητό από την κατσαρόλα ή από το ψυγείο χωρίς να ρωτούν την μαμά ή τον μπαμπά αν μπορούν να φάνε. Αυτοί είναι κανόνες της οικογένειας των ανθρώπων.

Όταν κάποιος αδέσποτος είναι άρρωστος και αδύναμος τότε τον προστατεύουν όταν κινδυνεύει. Μια μέρα ένας από τους αδέσποτους μάλωσε με ένα αρουραίο στα σκουπίδια της γειτονιάς. Ο ποντικός τον δάγκωσε στην ουρά και ο καημένος ο σκύλος αρρώστησε πολύ βαριά. Έπαθε ψωρίαση και έχασε όλο το τρίχωμα του. Όλοι οι φίλοι του ήταν πολύ στεναχωρημένοι. Ο Όλιβερ έκανε μια πολύ καλή πράξη. Μια μέρα είδε ένα υπάλληλο του δήμου να καθαρίζει το πεζοδρόμιο Του κουνούσε την ουρά και γάβγιζε διαρκώς σαν να του έλεγε ακολουθάμε. Ο υπάλληλος γεμάτος απορία τον ακολούθησε και ο Όλιβερ τον οδήγησε στον άρρωστο φίλο του.

Όταν ο υπάλληλος είδε το άρρωστο σκυλάκι, πήρε τηλέφωνο στην φιλοζωική υπηρεσία. Έτσι ο άρρωστος φίλος της παρέας βρέθηκε στα χέρια των γιατρών. Όλοι οι αδέσποτοι γάβγιζαν από χαρά για την καλή πράξη του Όλιβερ. Η παρέα του Όλιβερ τον πήρε για μια μεγάλη βόλτα στην πόλη. Ήθελαν να του μάθουν πώς να κυκλοφορεί στα πεζοδρόμια και στους δρόμους . Σε μερικά σημεία υπήρχε σκυλοτροφή από τους ζωόφιλους. Του έμαθαν πώς να προσέχει τους κακούς ανθρώπους που πιάνουν τους αδέσποτους. Τον πήγαν στο καταφύγιο αδέσποτων. Ήταν πολύ παράξενο για τον Όλιβερ, γιατί οι άνθρωποι φυλακίζουν τους αδέσποτους. Οι φίλοι του εξήγησαν ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν ελεύθερους σκύλους. Θέλουν τους σκύλους να είναι σκλαβωμένοι στα σπίτια για να έχουν μια παρέα και προστασία.

Μετα από δυο μήνες η Βίζλα γέννησε τέσσερα όμορφα σκυλάκια. Όλοι οι αδέσποτοι ήταν χαρούμενοι που ήρθαν στην αγέλη τους τέσσερα μικρά μέλη. Έπρεπε να προσέχουν την Βίζλα, από κάθε κίνδυνο. Προστάτευαν τα μικρά όταν η μητέρα τους έφευγε για νερό και φαγητό. Τα μικρά έπιναν γάλα από την μαμά τους και μεγάλωναν μέρα με την μέρα. Στην πόλη ήταν λίγο επικίνδυνο να παραμείνει η Βίζλα με τα μικρά. Γιατί φοβόταν μήπως οι άνθρωποι κλέψουν τα μικρά. Όλοι αποφάσισαν να φύγει με προστασία κάποιου από την παρέα. Ο Αρχηγός είπε ότι είναι προτιμότερο να την συνοδεύει ο Όλιβερ μιάς και η Βίζλα τον συμπαθούσε πολύ.

Μια νύχτα η Βίζλα και ο Όλιβερ έφυγαν από την πόλη και πήγαν κοντά στο δάσος σε ασφαλές μέρος. Ο Όλιβερ ήταν πολύ προσεχτικός γιατί στο δάσος δεν έχει ανθρώπους αλλά έχει μεγάλα ζώα και άγρια. Μια μέρα ένας άγριος λύκος τους είπε αγριεμένα να φύγουν γιατί δεν τους θέλει. Τα σκυλάκια κάνουν φασαρία, κλαίνε και διώχνουν τα πουλιά που κυνηγούν οι λύκοι για φαγητό.

- Εεεε! Λύκε με ξέχασες δεν με θυμάσαι; Είμαι ο Όλιβερ αυτός που έφαγε μαζί σου ένα αγριογούρουνο, του θύμισε ο Όλιβερ.

- Αααα κάτι μου θύμισε η μούρη σου. Εντάξει, τότε σε παρακαλώ να κάνετε τα σκυλάκια σας να μην κλαψουρίζουν γιατί δεν μπορώ να κυνηγήσω.

- Νααα! ξέρεις τώρα είναι μωρα και είναι φυσικό να κλαίνε, σε κανένα μήνα θα μεγαλώσουν και θα φύγουμε για την πόλη. Ήρθαμε εδώ γιατί στην πόλη φοβόμαστε ότι οι άνθρωποι μπορεί να μας κλέψουν τα μωρα.

- Καλά φεύγω και όπως είπαμε. Λίγο ησυχία... είπε ο λύκος φεύγοντας.

- Όλιβερ είσαι πολύ δυνατός... δεν φοβήθηκες τον άγριο λύκο. Εγώ έτρεμα από τον φόβο μου! είπε η Βίζλα που δεν είχε δει ποτέ λύκο.

- Καλά μην κάνεις έτσι. Απ’ ότι κατάλαβες εγώ τον γνώριζα από παλιά.

- Ναι – Ναι άκουσα που συζητούσατε.

- Άντε τώρα να κοιμηθείς λίγο να ξεκουραστείς γιατί τα μωρά θέλουν γάλα, ώστε να κοιμηθούν κι αυτά, είπε ο Όλιβερ.

Ο χρόνος πέρασε, τα μικρά μεγάλωσαν αρκετά, οι περιπέτειες ήταν πολλές στο αφιλόξενο δάσος. Ο Όλιβερ ήταν χαρούμενος που θα γυρίσουν πίσω στην πόλη. Η Βίζλα ήταν περήφανη για τον Όλιβερ που προστάτεψε αυτήν και τα κουτάβια της.

Με μεγάλη προσοχή περπάτησαν για αρκετές ώρες και έφτασαν στην πόλη. Όταν έφτασαν στα γνωστά μέρη δεν βρήκαν κανένα αδέσποτο φίλο τους.

- Όλιβερ δεν βλέπω κανένα φίλο της αγέλης. Τι έχει γίνει;

- Δεν καταλαβαίνω... Κάτι κακό έχει γίνει όσο καιρό εμείς είμαστε στο δάσος.

- Όχι γρήγορα να απομακρυνθούμε απ’ εδώ. Είπε η Βίζλα τρομαγμένη.

- Εεεε... Φώναζε ένας αστυνομικός με τον εκπαιδευμένο σκύλο του.

- Βίζλα πάρε τα μωρά και φύγε προς το γήπεδο. Εγώ θα κάτσω εδώ για να με κυνηγήσουν. Θα τους κάνω να μην έρθουν σε σας.

- Γαβ – Γαβ που πας αδέσποτε; φώναζε ο αστυνομικός σκύλος που κυνηγούσε τον Όλιβερ.

- Δεν τρέχω γιατί σε φοβάμαι... Τρέχω γιατί δεν θέλω να βρεις τα μικρά με την μάνα τους, του είπε λαχανιασμένα ο Όλιβερ.

- Έλα Τζακ πίσω, δεν χρειάζεται να τον κυνηγάς έφυγε... Έλα καλό μου σκυλάκι, είπε ο αστυνομικός στον σκύλο του.

- Μια άλλη φορά θα σε πιάσω που θα μου πας παλιό-κοπρόσκυλο, είπε ο αστυνομικός σκύλος στον Όλιβερ.

- Καλά άντε Γειααα... όταν με ξαναβρείς θα είσαι ένας γεροσκύλος στο κλουβί που έχει η αστυνομία για τα γέρικα σκυλιά.

Γειααα του φώναζε κοροϊδευτικά ο Όλιβερ. Ο Αστυνόμος με τον σκύλο του είχαν διώξει όλους τους αδέσποτους από το κέντρο της πόλης. Οι αδέσποτοι συναντήθηκαν στις γειτονιές. Συνέχισαν την ζωή τους όπως ήξεραν. Όταν η Βίζλα τους βρήκε όλοι χάρηκαν που ήταν καλά.

- Βίζλα είσαι μια χαρά και τα μικρά σου είναι όμορφα και αρκετά μεγάλα. Μπράβο σου... Ο Όλιβερ που είναι; τη ρώτησε ο Αρχηγός.

- Ο Όλιβερ... εξήγησε η Βίζλα τι έγινε με τον αστυνομικό και ότι δεν έχει νέα του.

- Αμάν σε ποιο σημείο τον άφησες να πάμε όλοι μαζί να τον βρούμε, είπε ένας από την παρέα.

Μετα από λίγο εμφανίστηκε ο Όλιβερ.

- Γεια σας φίλοι μου φώναξε από μακριά ο Όλιβερ τρέχοντας προς το μέρος που ήταν οι φίλοι του.

- Είμαι πολύ περήφανη για τον Όλιβερ... Στο δάσος που πήγαμε ήταν πάντα προστατευτικός, δεν φοβόταν τα άγρια ζώα. Έδιωξε ένα πολύ άγριο λύκο, μιλούσε σχεδόν με όλα τα ζώα λες και ήταν φίλοι του. Έβρισκε τροφή και τρώγαμε. Γι αυτό σας λέω ο Όλιβερ είναι πολύ έξυπνος και θαρραλέος.

- Μπράβο Όλιβερ, είμαι χαρούμενος που τα καταφέρατε μακριά μας. Απ΄ότι μας είπε η Βίζλα ήσουν πολύ καλός, προστατευτικός και γενναίος, είπε ο Αρχηγός.

- Έκανα το καθήκον μου σαν φίλος και σύντροφος, Θεωρώ όλοι σας θα κάνατε ότι έκανα κι εγώ, είπε ο Όλιβερ με κατεβασμένο κεφάλι συνεσταλμένα.

- Εεεε όχι... Ποιος θα τα έβαζε με ένα άγριο Λύκο; του απάντησε ο Αρχηγός.

- Ναι μάλλον... Εγώ τον είχα γνωρίσει από τότε που με είχατε διώξει. Τότε με είχε λυπηθεί. Συνεργαστήκαμε στο κυνήγι. Τον βοήθησα να πιάσει ένα αγριογούρουνο. Ήταν καλός μαζί μου, με άφησε να φάω αγριογούρουνο μαζί του. Του θύμισα την ιστορία με το αγριογούρουνο και με θυμήθηκε. Αυτά λοιπόν για τα κατορθώματά μου. Πάμε τώρα στο άλλο στενό έχουν ρίξει τροφή οι φιλόζωοι, είπε γρήγορα ο Όλιβερ.

- Ωωωω! Μπράβο ρε φίλε, ακόμα δεν ήρθες και μας βρήκες τροφή! Τι γίνεται με τον Όλιβερ όλοι γι’ αυτόν μιλάμε, είπε ο ασπρόμαυρος.

- Όταν κάποιος κάνει καλές πράξεις, πρέπει όλοι να τον θαυμάζουμε και να τον αγαπάμε, είπε ο Αρχηγός.

- Αρχηγέ πρόσεχε, γιατί πες-πες ο Όλιβερ θα σου πάρει την αρχηγία, είπε ο Καφετής με τα άσπρα πόδια.

- Αν είναι άξιος και δυνατός τότε δεν λέω όχι... Σε λίγα χρόνια θα έχω γεράσει οπότε δεν ξέρεις μπορεί αν είναι κάλος, ίσως να τον ψηφήσετε για αρχηγό της αγέλης! Τώρα δεν είναι δυνατόν γιατί είναι πολύ νέος στην παρέα μας. Κατάλαβες φοβιξιάρη; είπε ο Αρχηγός.

- Ναι έχεις δίκιο αρχηγέ κι εσένα έτσι σε ψηφήσαμε γιατί ήσουν έξυπνος και δυναμικός, είπε τρώγοντας ο Μαύρος.

Όλοι οι αδέσποτοι έκαναν βόλτες στις γειτονιές πότε – πότε είχαν φασαρίες με άλλες ομάδες αδέσποτων, όταν πλησίαζαν στην γειτονιά των ξένων. Τις περισσότερες φορές δεν γίνονταν τσακωμοί και αίματα. Με λίγα γαυγίσματα έλυναν τις διαφορές τους.

Μια μέρα η κόρη του μεγάλου αφεντικού βρέθηκε στην πόλη που ζούσε ο Όλιβερ.

- Όλιβερ – Όλιβερ έλα δω καλό μου σκυλάκι... Μου έλειψες πολύ. Γιατί έφυγες από το σπίτι; του είπε η Αγγελική

Ο Όλιβερ την πλησίασε της κούνησε την ουρά με χαρά, έκατσε να τον χαϊδέψει. Δεν ήξερε τι του έλεγε η κοπέλα... Αλλά κατάλαβε ότι ήταν χαρούμενη που τον συνάντησε.

- Όλιβερ αρκετά το χάιδεμα, φύγε γρήγορα μην σε πάρει και πάλι πίσω στο σπίτι, είπε ο Όλιβερ με το μυαλό του, το έβαλε στα πόδια.

Χάθηκε μέσα στα στενά δρομάκια και έφτασε στο πάρκο με του αδέσποτους φίλους του. Ήταν συγκινημένος που είδε την κοπέλα που τον μεγάλωσε. Αλλά η απόφαση του ήταν να ζήσει ελεύθερος. Ο Όλιβερ έζησε ελεύθερος και δυνατός. Όλοι οι αδέσποτοι τον αγάπησαν γιατί ήταν πρόθυμος και πολύ φιλικός με όλους. Η μεγαλύτερη αγάπη του ήταν τα τέσσερα κουτάβια και φυσικά, η σύντροφος του η Βίζλα. Έζησε την υπόλοιπη ζωή του ευτυχισμένος.

Τ Ε Λ Ο Σ

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Δημήτριος Γαλουτζής
Εικόνες: www.paidika-paramythia.gr

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 5 (7 ψήφοι)

Κάτια (χωρίς επαλήθευση)

πριν από 1 έτος 8 μήνες

Ενδιαφέρων δίνει αρκετές γνώσεις. Διαβάζοντας ακολουθείς την ζωή ενός αδέσποτου.