Μια φορα και ένα καιρό ήταν πολλές αμοιβάδες. Η καθεμία αμοιβάδα ήταν ξεχωριστή. Η κάθε αμοιβάδα έφτιαχνε τα δικά της έργα και έκανε κάτι διαφορετικό και πρωτότυπο. Όλες οι αμοιβάδες ήταν χαρούμενες και δημιουργικές. Ωστόσο, μια μέρα μια αμοιβάδα αποφάσισε να αλλάξει αυτή την κατάσταση. Δεν της άρεσαν τα πολύχρωμα χρώματα της χαράς. Τη νευρίαζε το πρωτότυπο και το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να κάνει τις υπόλοιπες αμοιβάδες όμοιες μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει το κάτι διαφορετικό. Ήθελε να τις βουτήξει μέσα στη ρουτίνα και στη δυστυχία, χωρίς να υπάρχει δημιουργία και ελευθερία έκφρασης.
Δημοφιλή παραμύθια
Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία ("A Christmas Carol") είναι το πιο αγαπημένο βιβλίο-παραμύθι του Καρόλου Ντίκενς. Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 1843 και αναφέρεται στον παράξενο και τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ ο οποίος άλλαξε ριζικά μετά την επίσκεψη που δέχτηκε από το φάντασμα του πεθαμένου συνεταίρου του, Τζέικομπ Μάρλεϊ, αλλά και από τρία πνεύματα των Χριστουγέννων: το πνεύμα του Παρελθόντος, το πνεύμα του Παρόντος και το πνεύμα του Μέλλοντος... Το παρακάτω κείμενο είναι η συντομευμένη μετάφραση της πρωτότυπης ιστορίας του Ντίκενς που εκτεινόταν σε 166 σελίδες... Απολαύστε το!
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα μικρό σκυλάκι, ο Μπομπ. Ήταν καλός σκύλος και είχε έναν πολύ καλό ιδιοκτήτη! Ένα μικρό κοριτσάκι τον είχε βρει στον δρόμο να τρέμει ολόκληρος από το κρύο και αυτό το κορίτσι και οι γονείς της, αποφάσισαν να τον κρατήσουν.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας στρατιώτης ο οποίος περπατούσε σε έναν επαρχιακό δρόμο δίνοντας ρυθμό στον εαυτό του: «Εν δυο, εν δυο». Ο στρατιώτης είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο και πήγαινε στο σπίτι του. Στην πλάτη του είχε το σακίδιο του και στη μέση του ζωσμένο ένα σπαθί.
Το μοναδικό φως που έσπαγε το σκοτάδι του δωματίου ήταν εκείνο της σόμπας που έκαιγε κάθε βράδυ. Κυριαρχούσε απόλυτη σιωπή. Κανείς δε μιλούσε, ήταν η ώρα της ημέρας που όλοι ηρεμούσαν. Την απόλυτη αυτή ηρεμία χαλούσε κάποιες στιγμές ένα ελαφρύ ροχαλητό της μικρής Ρόζας. Η Ρόζα ήταν το μικρό, νεοφερμένο σκυλάκι στο σπίτι της οικογένειας.
Σ’ ένα ολόλευκο σοκάκι της Αμοργού, ο κύριος Ζήσης έδινε κάθε βράδυ χαρά σ’ όλους τους περαστικούς και, κυρίως, στα παιδιά. Μπροστά απ’ τα ασβεστωμένα σπίτια με τα μπλε και πράσινα παράθυρα και τις αυλές με τις φούξια μπουκαμβίλιες, έστηνε το μικρό του "μαγαζάκι"!
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν όλες οι νεράιδες μαζί σε ένα λιβάδι που ξεκινούσε από την κορυφή ενός πανύψηλου βουνού και τελείωνε στους πρόποδες του. Στο ψηλότερο σημείο ήταν το βασίλειο των νεράιδων, το κάστρο της Χρυσόσκονης, όπου έμενε η βασίλισσα Χρυσηίδα μαζί με την κόρη της.
Έφτασε επιτέλους η στιγμή που περίμεναν μικροί και μεγάλοι! Όπου και να έπεφτε το βλέμμα σου έβλεπες στολισμένα μαγαζιά, δρόμους, φωτάκια, χριστουγεννιάτικα δέντρα, μουσικές και ένα πλήθος από Άγιους Βασίληδες.
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μια χώρα μακρυνή που είχε ένα βασιλιά. Και ο βασιλιάς αυτός είχε έναν πανέμορφο κήπο γύρω από το παλάτι του. Μέσα στον κήπο ήταν και μια μηλιά φορτωμένη με χρυσά μήλα. Όταν τα μήλα είχαν πια καλά ωριμάσει, ο βασιλιάς έδωσε διαταγή και τα μέτρησαν.
Μια φορά και έναν καιρό ... παραμονή Χριστουγέννων, αφού ο Άγιος Βασίλης μοίρασε όλα τα δώρα στα παιδιά, έφυγε ευχαριστημένος με το έλκηθρό του για το χωριό. Εκεί τον περίμενε ένα πλούσιο γιορτινό τραπέζι, η Αγιο-Βασιλίνα, τα ξωτικά και οι τάρανδοι... Θα διασκέδαζαν όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο, θα έτρωγαν και θα άκουγαν τις εμπειρίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη. Καθώς περνούσαν υπέροχα, χόρευαν και τραγουδούσαν, τα ξωτικά περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν ιστορίες από το μακρινό ταξίδι του Άγιου Βασίλη και των ταράνδων. Ενώ λοιπόν, ξεκίνησε να εξιστορεί για όλα όσα του συνέβησαν και τις ανησυχίες που είχε, μπαίνοντας στα σπίτια, για να μη ξυπνήσει κάποιο παιδάκι και τον δει...