Τα περιστέρια

Συγγραφέας παραμυθιού

Μία φορά σε μία πόλη, ήταν μαζεμένα πολλά περιστέρια σε μία πλατεία, όπως γίνεται άλλωστε σε πολλές πόλεις. Εκεί κάποιες φορές, τα τάιζαν οι περαστικοί, άλλοτε όχι, αλλά κάνανε κάθε μέρα το πρωινό τους συμβούλιο. Συζητούσαν πώς περάσανε τη μέρα τους, πού πετάξανε, πού υπάρχει καλό φαγητό, αν χάθηκε κάποιο, και άλλα πολλά.

Μία μέρα, πετάχτηκε ένα μικρό σε ηλικία περιστέρι, και ρώτησε:

- Γιατί να έχουμε όλα αυτό το λυπητερό χρώμα; Οι σκύλοι και οι γάτες που βλέπω από ψηλά, έχουν ένα σωρό χρώματα, ενώ εμείς είμαστε γκρι, άντε και μερικά με κάποιες βούλες. Μήπως γι΄αυτό οι άνθρωποι μας διώχνουν; Ή το χειρότερο… δε μας δίνουν καθόλου σημασία;

Η φωνούλα αυτή, δημιούργησε αμέσως αναστάτωση σε όλα τα περιστέρια… Μα θα μπορούσε κάτι τέτοιο να είναι αλήθεια; Να τα διώχνουν ή να αδιαφόρούν γι΄ αυτά επειδή έχουν αυτό το αδιάφορο χρώμα;

- Δίκαιο έχει ο μικρός, ακούστηκε ένα από τα πιο σοφά και γέρικα περιστέρια. Πρέπει να σκεφτούμε τί θα μπορούσαμε να κάνουμε γι΄αυτό. Έχετε καμιά ιδέα;

- Μπορούμε να πάμε να ρωτήσουμε τους σκύλους και τις γάτες, να μας πουν ποιο είναι το μυστικό τους για το χρώμα τους.

Και έτσι ξεκίνησε μία ομάδα περιστεριών και ξεχύθηκε στους δρόμους για να πάει στους σκύλους και στις γάτες να μάθει το μυστικό τους. Μάταια όμως... Οι σκύλοι με το που τα έβλεπαν να στέκονται μπροστά τους, τα νόμιζαν για παιχνίδια και άρχισαν να τα κυνηγάνε όπως κάνουν και με τα μπαλάκια τους, και οι γάτες, τα έβλεπαν σαν μεζεδάκι και με το που τα έβλεπαν να προσγειώνονται μπροστά τους, έπαιρναν θέση επίθεσης…

Έτσι τα περιστέρια, γύρισαν πίσω χωρίς να έχουν καμία πληροφορία από τις γάτες και τους σκύλους….

- Επόμενη ιδέα; είπε το σοφό, γέρικο περιστέρι

- Θυμάστε ένα περιστέρι που το ΄χε μαζέψει ένας μάγος και το χρησιμοποιούσε στα μαγικά του; Άμα βρούμε αυτό, ίσως να ξέρει να μας πει…

Και έτσι ξεκίνησαν να βρούνε το περιστέρι που είχε μαζέψει κάποτε ο μάγος. Το βρήκαν ταλαιπωρημένο και κλεισμένο στη φωλιά του.

- Γιατί δεν είσαι μαζί μας στη συνέλευση και κάθεσαι εδώ μονάχος;, τον ρώτησαν τα άλλα.

- Γιατί είμαι πολύ κουρασμένος από αυτά που μου΄κανε ο μάγος, και θέλω να κάτσω εδώ να ξεκουραστώ, απάντησε. Τόσα χρόνια έλειπα από τη φωλιά μου. Θέλω λίγη ηρεμία…

- Όπως θες αδερφούλη μας… Εμείς ήρθαμε ως εδώ για να σε ρωτήσουμε κάτι… Ξες πώς θα μπορούσαμε να αλλάξουμε το χρώμα μας; Μήπως ξέρες κάποιο μαγικό κόλπο, τόσα χρόνια που ήσουν με το μάγο;

- Για χρώμα όχι ιδέα δεν έχω. Άμα όμως θέλετε να κρυφτείτε και να εξαφανιστείτε ίσως κάτι να γίνει… Όμως, άμα θέλετε, μπορείτε να πάτε σ΄ εκείνη τη μάγισσα που έβγαινε στις παραστάσεις με το αφεντικό μου,και να ζητήσετε από αυτή συμβουλές…

- Αχ ναι, θα το θέλαμε πολύ, είπανε τα περιστέρια…

Και έτσι ξεκίνησαν να βρουν τη γριά μάγισσα. Την βρήκαν σε ένα σκοτεινό υπόγειο σπίτι που έμοιαζε με σπηλιά…

- Τί θέλετε εσείς εδώ πέρα; τους ρωτά κατσουφιασμένη…

- Θέλουμε να μας πεις πώς μπορούμε να αλλάξουμε χρώμα.

- Μμμμ, θα σας πώ αλλά πρώτα θα μου δώσετε ο καθένας ένα πούπουλο από την ουρά σας, απαντά η μάγισσα

- Εντάξει, λεν τα περιστέρια, και προσπάθησαν να αντέξουν τον πόνο από το τράβηγμα της γριάς μάγισσας, χωρίς να αντιδράσουν

- Λοιπόν, θα σας φτιάξω κάποια μαγικά φίλτρα για να δοκιμάσετε, είπε εκείνη και άρχισε να ανακατεύει διάφορα ματζούνια.

Κι αυτά, περίμεναν με ανυπομονησία και προσπαθούσαν να ξεχάσουν τον πόνο που είχαν στις ουρές τους

- Λοιπόν… είναι έτοιμα. Ακούστε με προσεκτικά. Αυτό εδώ είναι μείγμα με καφέ, θα το πίνουν όσοι θέλουν να αποκτήσουν καφετί χρώμα. Αυτό εδώ πέρα, είναι με γάλα, θα το πίνουν όσοι θέλουν να γίνουν κάτασπρα. Αυτό το χαρμάνι με μπύρα, θα το πίνουν όσοι θέλουν να γίνουν ξανθοί, και αυτό εδώ είναι μείγμα από μαύρο τσάι, θα το πίνουν όσοι θέλουν να αποκτήσουν μαύρο χρώμα. Αυτά έχω να σας πω.. Καλή αλλαγή.. είπε η γριά και εξαφανίστηκε.

Τα περιστέρια ενθουσιασμένα, έτρεξαν στους υπόλοιπους ξεχνώντας τον πόνο από τις ουρές τους. Περίμεναν πώς και πώς να πιουν τα μείγματά τους .

Διάλεξε το καθένα τί χρώμα ήθελε να γίνει, και ξεκίνησαν να πίνουν. Τα πράγματα, δεν ήταν και τόσο εύκολα βέβαια. Υπήρξαν διάρροιες, πονόκοιλοι, αναγούλες, αλλά τί να κάνουν, τα υπέμεναν όλα … Όμως… περνούσαν οι μέρες και τίποτα δεν άλλαξε, κανείς τους δεν είχε διαφορετικό χρώμα…

- Παιδιά, νομίζω μας κορόιδεψε η μάγισσα. Πήρε αυτό που ήθελε από μας, και μας έφτιαξε άχρηστα μαντζούνια....

- Ναι!!! συμφώνησαν και τα υπόλοιπα…

- Τέρμα λοιπόν τα μείγματα, μην μας σκοτώσουν πριν την ώρα μας, είπε ένα περιστέρι…

- Και τώρα τί θα κάνουμε όμως; ακούστηκε απ’ άλλού, πώς θα αλλάξουμε χρώμα;

Σιωπή έπεσε. ‘Όμως σε λίγο, το βρήκα! είπε το μικρό περιστεράκι. Θα βρούμε αυτά που έχουν το χρώμα που θέλουμε και θα πάμε και θα τριφτούμε πάνω τους… Εγώ ας πούμε που θέλω να γίνω καφέ, θα πάω σε εκείνα εκεί τα καφάσια του μανάβη… Διαλέξτε κι εσείς μέρη, να ξεκινήσουμε...

Και κάπως έτσι, πήγαιναν σε καρέκλες, τραπέζια, αυτοκίνητα, φράχτες, πόρτες, γλάστρες, παγκάκια ακόμα και σε πάγκους με σκουπίδια, σε ό,τι έβλεπαν γύρω τους αρκεί να είχε άλλο χρώμα πέρα από γκρι.

Όλοι τότε παρατήρησαν αυτό που συνέβαινε. Οι περαστικοί έβγαζαν φωτογραφίες και σε λίγο ήρθαν και οι δημοσιογράφοι, το θέμα πήγε στα κανάλια. Οι δημοσιογράφοι, έλεγαν ότι τα περιστέρια, ήταν γενετικά τροποποιημένα, σαν μεταλλαγμένα.

Η είδηση ταξίδεψε γρήγορα παντού, σε ανθρώπους και σε ζώα. Και έφτασε και στα αυτιά του αρχηγού τους, του γερο-περίστερου που ζούσε κατάκοιτος στη φωλιά του και δεν έβγαινε έξω ποτέ. Τα φτερά του είχαν πάθει αγκύλωση και με το ράμφος του κατέβαζε μόνο λίγα ψιχουλάκια. Όμως σε αυτή την κρίσιμη περίσταση, μάζεψε ό,τι δύναμη του είχε απομείνει και βγήκε…

Μόλις είδαν τα περιστέρια να φτάνει ο μεγάλος τους αρχηγός, πλησίασαν κοντά του.

- Καλά μου αδέρφια, είπε ο γερο-περίστερος, τί σας συμβαίνει και κάνετε αυτές τις πράξεις και γελά μαζί σας ο κόσμος; Κανένα περιστέρι δεν απαντούσε από την ντροπή του.

- Αφού δε μιλάτε μόνοι σας , θα ρωτήσω εγώ, πές μου εσύ, είπε και έδειξε μία περιστερίνα

- Καλέ μου γέροντα αρχηγέ μας, να, είναι που δεν αντέχουμε να είμαστε όλο γκριζωπά, κι έτσι σκεφτήκαμε να αλλάζαμε το χρώμα μας… Και ξεκινά να του λέει την περιπέτειά του…

Ακολούθησε ησυχία...Κανένας δεν είχε κάτι να πει…

- Καλά μου περιστέρια, επειδή είμαι γέρος έχω αποσυρθεί στη φωλιά μου, αλλά δε σας έχω πει μάλλον κάποια βασικά για το είδος μας πράγματα. Όπως για το χρώμα μας… Ακούστε με λοιπόν… Είμαστε τα περιστέρια της πόλης, όπως πολύ καλά γνωρίζετε…Ζούμε μαζί με τους ανθρώπους, στην πολυκοσμία, στην κίνηση, το καυσαέριο. Όμως έχουμε μία διαφορά: εμείς πετάμε. Και συμβολίζουμε την ελευθερία από τα αρχαία χρόνια… Γι'αυτό και το χρώμα μας είναι τέτοιο, και δεν πρέπει να αλλάξει, για να θυμίζουμε με το πέταγμα μας στους ανθρώπους ότι μπορεί να ζουν σε μία πόλη κάτω από συννεφιασμένο ουρανό, πυκνοκατοικημένη,και με ρυθμούς που τρέχουν, αλλά το μυαλό τους, μπορεί να είναι ελεύθερο να πετά… Το γκρι πέταγμά μας, είναι η ελευθερία του καθενός μέσα στην πολυκοσμία, η ελπίδα που μπορεί ο κάθε άνθρωπος να έχει βαθιά μέσα στη ψυχή του. Γι΄αυτό και δεν πρέπει να στεναχωριέστε για το χρώμα σας, αλλά περήφανοι γι΄αυτό να είστε…

Μόλις ο γεροπερίστερος τελείωσε τον λόγο του, δάκρυα κύλησαν στα μάτια των περιστεριών, συγκίνησης και χαράς… Πλέον ένοιωθαν περήφανα για το χρώμα τους, τόσο περήφανα, που από εκείνη την ημέρα, πετούν όσο πιο πολύ μπορούν για να μη σβήσουν ποτέ τα όνειρα των ανθρώπων.

Τα περιστέρια συμβολίζον την ελευθερία από τα αρχαία χρόνια

ΤΕΛΟΣ

Κείμενο: Άννα Πατσώνη

Εικονογράφηση: Παιδικά Παραμύθια

Πληροφορίες
Κατηγορία παραμυθιού
Ετος πρώτης δημοσίευσης
Προέλευση (περιοχή)
Δώσε αστέρια
Average: 4.7 (112 ψήφοι)