Μια φορά κι έναν καιρό, στην αυλή της πριγκίπισσας Σταλαχτίτας, στο μακρινό βασίλειο της, στο μακρινό νησί της πριγκιπικής Αυτοκρατορίας, του μακρινού Ενάτου διαδόχου της γενιάς των γαλαζοαίματων Χρίκι, ζούσε η Αυτού Μεγαλειότης της Πριγκίπισσας Σταλαχτίτας και οι Ενενήντα Εννέα πιστοί της υπηρέτες.
Νέα παραμύθια
Πρωτότυπα παραμύθια που μας στέλνουν οι χρήστες και φίλοι μας!
Μια φορά και έναν καιρό στο νησί Καραβόμυλος ζούσε ένας πειρατής που τον λέγανε Ριχάρδο.
Στο χωράφι απόψε είχε ξεμείνει από το πρωινό μάζεμα μια πατατούλα. Δεν ήταν από εκείνες τις ολοστρόγγυλες και παχουλές. Ήταν στενόμακρη, λίγο πλακουτσωτή και μ' ένα μικρό εξόγκωμα σαν καρούμπαλο αριστερά από τ' αυτί της.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένας μοναχικός γίγαντας στην Αστερούπολη-Αστεροχώρα.
Το όνομα του ήταν Πελώριος. Ήταν τόσο μεγάλος που όσοι τον έβλεπαν τον φοβόντουσαν, και γιαυτό δεν είχε φίλους. Η μόνη του ασχολία ήταν η μαγική του σφεντόνα, την αγαπούσε τόσο πολύ, και ήταν το μοναδικό του όπλο.
Μια φορά και έναν καιρό, δίπλα σε ένα ποτάμι ήταν χτισμένο ένα όμορφο νεραιδόβασίλειο όπου ζούσανε 2 μικρές νεραιδούλες. Οι νεραιδούλες μένανε μαζί με τους γονείς τους.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αγοράκι που το λέγανε Βαγγέλη και είχε μια υπέροχη ζωή. Η οικογένεια του αποτελούνταν από πολλά άτομα μια που είχε άλλα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια και δυο γονείς που τον υπεραγαπούσαν και του έκαναν σχεδόν όλα τα χατίρια γιατί ήταν ο μικρότερος και ο πιο χαϊδεμένος στην οικογένεια. Η ζωή του ήταν γεμάτη χαρές, αγκαλιές, φιλιά, φίλους και δραστηριότητες αλλά όταν ερχότανε η ώρα του ύπνου ήταν ένα μαρτύριο για αυτόν.
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα απομακρυσμένο χωριό ζούσε μια καλοσυνάτη γυναίκα, η γιαγιά Διδώ. Είχε άσπρα μαλλιά, μεγάλα μάτια και ένα γλυκό χαμόγελο που ζέσταινε μονομιάς τις καρδιές των ανθρώπων.
Κάπου μακριά σε ένα ηλιόλουστο μέρος ζούσε ο Φίλιππος με την οικογένειά του. Το σπίτι τους ήταν μικρό αλλά δίπλα του εκτείνονταν ένας μεγάλος στάβλος ο οποίος φιλοξενούσε άλογα.
Εδώ θα βρείτε ένα παραμύθι για τον κορωνοϊό που ξεκίνησε να γράφεται αλλά... έμεινε στη μέση! Περιμένει από εσάς να το συνεχίσετε και να ολοκληρώσετε την ιστορία, με όποιον τρόπο θέλετε, επιστρατεύοντας τη φαντασία και την ευρηματικότητα σας! Για βοήθεια, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε ένα από τα 31 βασικά στοιχεία ενός παραμυθιού, τα οποία θα βρείτε στο τέλος του κειμένου.
Μια φορά και έναν καιρό σε μια πόλη της Ελλάδας που λεγόταν Κορώνη, ζούσε ένας πολύ πολύ πλούσιος κύριος, ο κύριος Γιώργος, ο οποίος πέρα από πλούσιος ήταν και πολύ καλός άνθρωπος.
Βοηθούσε οικονομικά φτωχούς ανθρώπους και έκανε πολλές ελεημοσύνες με αποτέλεσμα ο κόσμος να το αγαπάει πάρα πολύ.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία γουρουνάκια και ένας κακός λύκος. Ο κακός ο λύκος αφού είχε γκρεμίσει με δυο «φου» τα σπιτάκια από τα πρώτα δυο γουρουνάκια πήγε στο σπίτι που ήταν φτιαγμένο από τούβλα... Εκεί, το τρίτο γουρουνάκι έδωσε στον κακό λύκο ένα καλό μάθημα. Έβρασε νερό στο τζάκι και περίμενε. Ο κακός λύκος προσπάθησε να μπει μέσα στο σπιτάκι από την καμινάδα αλλά έπεσε μέσα στο καυτό νερό και κάηκε η ουρά του. Τρομαγμένος και φοβισμένος εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος...
Από τόσο δα μικρό σποράκι θυμάμαι ένα μεγάλο, ζεστό χέρι να με κρατάει με αγάπη και μια πολύ γλυκιά φωνή να μου μιλά. Να με βάζει τρυφερά στο χώμα και σκεπάζοντάς με να εύχεται να μεγαλώσω και να γίνω. Να γίνω… «τι να γίνω;» σκεφτόμουν τότε. Τώρα ξέρω… ΈΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΝΤΡΟ γεμάτο με πολλά και ζουμερά κεράσια.
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα όμορφο μικρό σπιτάκι στην μέση του δάσους ζούσαν τρία γουρουνάκια μαζί με τους γονείς τους , η Πέππα, ο Τζορτζ και ο Τζόνι...
Μια φορά κι έναν καιρο πάνω σ' ένα ξεχασμένο παλιό κεραμιδόσπιτο, στο άκρη ενός μικρού χωριού της Φθιώτιδας, ζούσαν τρεις γάτες που με τον καιρό είχαν γίνει φιλενάδες.
"Η λιβελούλα και ο βάτραχος" είναι ένα παραμύθι σε βίντεο που συνδυάζει ζωντανή αφήγηση, πρωτότυπο τραγούδι και εικόνες από τη φύση.
Μια φορά και ένα καιρό, κάπου στο βυθό της θάλασσας ζούσε μια όμορφη γοργόνα με ξανθά μακριά μαλλιά, πράσινα μάτια και χρυσαφένια ουρά. Η γοργονίτσα κολυμπούσε όλη την ημέρα μόνο κοντά στο σπίτι της επειδή η μαμά της δεν την άφηνε να πηγαίνει μακριά μόνη της γιατί ήταν επικίνδυνα.
Μια φορά και έναν καιρό, όταν ο παππούς γουρουνάκης ήταν μικρό παιδί είχε πάει βόλτα σε ένα πανηγύρι. Καθώς έκανε βόλτα στα όμορφα μαγαζάκια, κάτι ιδιαίτερο κέντρισε την προσοχή του σε ένα μαγαζί που πουλούσε παλιά πράγματα. Ήταν ένα ιδιαίτερο κουτί από ξύλο, γεμάτο σκόνη και είχε μόνο ένα κουμπί.
Οι μαγικές μέρες των Χριστουγέννων είχαν φθάσει, και ο μικρός Ντίν ήταν αποφασισμένος ότι αυτή τη φορά θα δει τον Αι Βασιλη από κοντά.
- Εγώ φτιάχνω καλύτερα κεντήματα από ‘σένα καυχήθηκε η Κυρά Βελόνα, έτσι όπως στεκόταν ξαπλωμένη στο κουτί της, δίπλα στις πολλές πολλές μικρές καρφιτσούλες, στην μικρή αράχνη που είχε μπει στο κουτί που είχε ξεμείνει ανοιχτό πάνω στη ραπτομηχανή και περιεργαζόταν το στενό χώρο στον οποίο είχε βρεθεί.
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα καταπράσινο δάσος με πολλά όμορφα λουλούδια, δέντρα πράσινα πουλιά κάθε λογής ζούσε ένα μικρό αηδόνι μαζί με την οικογένεια του τον λέγανε Ρίκο.
Το αηδόνι ήταν πολύ θλιμμένο. Τα αδέρφια του, οι φίλοι του δεν τον κάνανε παρέα γιατί δεν ήξερε να κελαηδάει όπως τα άλλα πουλιά, και τον κορόιδευαν.
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα απομακρυσμένο χωριό ζούσε μια καλοσυνάτη γυναίκα, η γιαγιά Διδώ. Είχε άσπρα μαλλιά, μεγάλα μάτια και ένα γλυκό χαμόγελο που ζέσταινε μονομιάς τις καρδιές των ανθρώπων.
Μια φορά κι έναν καιρό, ένα ποντίκι, ένα πουλί κι ένα λουκάνικο έμεναν μαζί στο σπιτικό τους. Το συντηρούσαν όλοι μαζί, αφού ήταν πολύ αγαπημένα, και στο σπιτάκι τους βασίλευε ειρήνη κι ευτυχία αφού ο καθένας έκανε τη δουλειά του.
Μια φορά κι έναν καιρό, μια αρκούδα κι ένας λύκος περπατούσαν μέσα στο δάσος. Ήταν καλοκαίρι και η αρκούδα άκουσε ξαφνικά ένα πουλάκι που κελαηδούσε πάρα πολύ γλυκά.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα πολύ μακρινό δάσος ήταν μια μικρή αρκουδίτσα που την έλεγαν Μπέτυ. Ζούσε με τους γονείς της σε μια μεγάλη πολύχρωμη σπηλιά.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς που είχε τρεις γιους και τους αγαπούσε πολύ. Μια μέρα αποφάσισε να δει πόσο τον αγαπούσαν κι εκείνοι. Φώναξε λοιπόν τον καθένα και τον ρώτησε πόσο τον αγαπάει.
"Σ' αγαπώ όσο αγαπώ το χρυσάφι και τα κοσμήματα", είπε ο πρώτος γιος και ο βασιλιάς ευχαριστήθηκε πολύ.
Μια φορά και έναν καιρό, ο βασιλιάς της Αθήνας που τον έλεγαν Αιγέα, γυρνούσε από το µαντείο των ∆ελφών, και πέρασε από την Τροιζήνα. Εκεί γνώρισε την Αίθρα, την κόρη του βασιλιά Πιτθέα, και την ερωτεύτηκε. Από αυτούς τους δυο γεννήθηκε ο Θησέας. Ενώ η Αίθρα ήταν ακόµη έγκυος, ο Αιγέας χρειάστηκε να γυρίσει στην Αθήνα.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πειρατής τρομερός. Ήταν ο καπετάν Μαυρογένης. Τον έλεγαν έτσι, γιατί είχε μακριά, μαύρη γενειάδα. Όλοι τον φοβόντουσαν, γιατί ήταν πολύ άγριος και τρομαχτικός.
Σ’ ένα ολόλευκο σοκάκι της Αμοργού, ο κύριος Ζήσης έδινε κάθε βράδυ χαρά σ’ όλους τους περαστικούς και, κυρίως, στα παιδιά. Μπροστά απ’ τα ασβεστωμένα σπίτια με τα μπλε και πράσινα παράθυρα και τις αυλές με τις φούξια μπουκαμβίλιες, έστηνε το μικρό του "μαγαζάκι"!
Οι καλικάντζαροι, όπως όλοι πολύ καλά ξέρουμε, είναι εκείνα τα τρομακτικά και άσχημα πλάσματα που ζούνε κάτω από τη γη. Μόνη τους έγνοια όλο το χρόνο είναι να πριονίζουν το δέντρο που τη κρατάει. Χρόνια και χρόνια παλεύουν να το κόψουν όμως ποτέ δεν τα καταφέρνουν.