- Εγώ φτιάχνω καλύτερα κεντήματα από ‘σένα καυχήθηκε η Κυρά Βελόνα, έτσι όπως στεκόταν ξαπλωμένη στο κουτί της, δίπλα στις πολλές πολλές μικρές καρφιτσούλες, στην μικρή αράχνη που είχε μπει στο κουτί που είχε ξεμείνει ανοιχτό πάνω στη ραπτομηχανή και περιεργαζόταν το στενό χώρο στον οποίο είχε βρεθεί.
Νέα παραμύθια
Πρωτότυπα παραμύθια που μας στέλνουν οι χρήστες και φίλοι μας!
Ξεκίνησε η Κυρά Πηνιώ κι έσυρε κατά το πηγάδι έξω από το χωριό, πρωί πρωί, αξημέρωτα ακόμα, να τραβήξει νερό, για τις καθημερινές δουλειές της μέρας. Είχε δεν είχε, μια και δυο πλύθηκε, σαπουνίστηκε, φόρεσε τα πρόχειρα τα ρούχα της δουλειάς, έδεσε το λουλουδάτο τσεμπέρι της στα μαλλιά και ξεκίνησε για την δασωμένη δημοσιά, στο έμπα του χωριού. Πριν βγει από την πόρτα ξύπνησε και τη κόρη της.
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ο βασιλιάς Γουλιέλμος μαζί με την κόρη του την Φιλομήλα, ένα κορίτσι ψηλό με μαύρα μακρυά μαλλιά που ήταν όμως άσχημο. Την αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Ήταν ένα άξιο κορίτσι που καταπιανόταν με πολλά και διάφορα πράγματα. Παρ’ ότι η εξουσία που είχε, όντας κόρη του βασιλιά, της επέτρεπε να μην ασχολείται με εργασίες στο παλάτι, εκείνη δεν επαναπαυόταν και βοηθούσε ακόμα και σε χειρωνακτικές δουλειές τους υπηρέτες. Ο πατέρας της ώρες ώρες σκεπτόταν μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος μαζί της και γεννήθηκε κορίτσι διότι πέρα από το γεγονός ότι ήταν άσχημη εμφανισιακά, βοηθούσε στις δουλειές του παλατιού, αναλάμβανε πολλές φορές καθήκοντα του ίδιου του Βασιλιά και μάλιστα συχνά κανόνιζε η ίδια τις συναντήσεις του με άλλους βασιλείς.
Αγαπημένε μου φίλε, η μαμά μου όταν ήμουν μικρούλι, πιο μικρούλι φαντάσου από εσένα, συνήθιζε να μου τραγουδάει ένα πολύ όμορφο, γλυκό τραγουδάκι:
Γεια σας παιδιά! Είμαι ο Βίκτωρ και θέλω πολύ να μοιραστώ μαζί σας μια ιστορία! Είμαι 7 χρόνων και φέτος ξεκίνησα τη Δευτέρα Δημοτικού! Δύσκολη τάξη! Έχω μια μαμά που τη λένε Ντόνα, έναν μπαμπά, τον Έρικ και δύο αδέρφια, τον Τόνυ που είναι 11 χρονών και πηγαίνει στην Έκτη Δημοτικού και τη Λίλη που είναι 3 χρόνων και δεν πηγαίνει ακόμα σχολείο –η τυχερή!- Α! Έχω και μία γιαγιά, την Άλις και σήμερα, νομίζω, ότι θα μπορέσω να σας πω με σιγουριά πόσο χρονών είναι! Έχει τα γενέθλιά της σήμερα και το απόγευμα θα κόψουμε την τούρτα! Ξέρετε, μέχρι πέρσι δεν ήξερα πόσο χρονών είναι η γιαγιά μου γιατί όσες φορές τη ρώτησα δεν θυμόταν να μου πει και όσες φορές προσπάθησα να το καταλάβω μετρώντας τα κεράκια πάνω στην τούρτα δεν τα κατάφερνα, γιατί είναι τοοοοοσα πολλά που δεν προλάβαινα να τα μετρήσω όλα! Σήμερα όμως θα τα καταφέρω ,ξέρετε γιατί; Γιατί ΕΜΑΘΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟ! Ει, μη γελάτε, δεν ήταν καθόλου εύκολο να το καταφέρω! Ώρα να σας διηγηθώ τώρα πώς τα κατάφερα, αν θέλετε, τι λέτε;
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος στο βασίλειο του ουρανού επικρατεί αναστάτωση. Όλοι οι άγγελοι θέλουν να κάνουν τα Χριστούγεννά μας όσο πιο όμορφα γίνεται. Άλλοι ετοιμάζουν το χιόνι που θα πέσει, άλλοι φροντίζουν το πνεύμα των Χριστουγέννων να πάει παντού, κάποιοι ετοιμάζουν τα μικρά θαύματα που θα γίνουν, κάποιοι άλλοι ελέγχουν τα φτερά τους ώστε να είναι έτοιμα για να πετάξουν από άκρη σε άκρη σε όλη τη γη και όλοι ψέλνουν με την υπέροχη, αγγελική φωνή τους.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσανε σε ένα σπίτι 17 γάτες. Το σπίτι είχε έναν πολύ μεγάλο κήπο και χώρο για να παίζουνε όλα τα γατάκια.
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια ήσυχη πόλη έξω από την Γαλλία, ζούσε η Ρενέ, ένα όμορφο κορίτσι γύρω στα 12, μαζί με την οικογένεια της.
Γεια σας με λένε Τούλα, δηλαδή Δήμητρα αλλά όλοι με φωνάζουν Τούλα χαϊδευτικά.
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή πόλη, ζούσε ο Τομ, ένα ήσυχο και όμορφο παιδάκι μαζί με την οικογένεια του. Το όνειρο του ήταν να γίνει ένας σπουδαίος και τρανός μάγειρας που όλοι θα τον θαύμαζαν. Πολλές φορές στεναχωριόταν γιατί ήταν πολύ μικρός και είχε πολλά χρόνια ακόμα μπροστά του ούτως ώστε να καταφέρει να μαγειρέψει μόνος του.
Μια φορά και ένα καιρό ζούσαν σε ένα μικρό χωριό που το έλεγαν Ελατοφωλιά δύο πολύ αγαπημένα αδερφάκια, ο Μενέλαος και η Χλόη.
Ο Μενέλαος είχε μαύρα μαλλιά και ματάκια στο χρώμα του μελιού και η Χλόη είχε καστανά μαλλάκια, μάτια πράσινα και ροδοκόκκινα μάγουλα που θύμιζαν ζουμερές φράουλες.
Κάποτε οι βάτραχοι διοργάνωσαν έναν αγώνα αναρρίχησης. Στόχος τους ήταν να ανέβουν στην ψηλότερη κορυφή ενός πύργου. Πολλοί άνθρωποι μαζεύτηκαν εκεί να τους υποστηρίξουν.
Ένας ήρεμος άνθρωπος κάποτε κατοικούσε σε ένα χωριό. Καμία προσβολή, καμία κακία που άκουγε δεν τον πείραζε.
Μια φορά κι έναν καιρό, ο βασιλιάς των πουλιών ο αντρειωμένος αετός ήτανε στα κέφια του. Το κυνήγι είχε πάει καλά εκείνη την ημέρα με ένα πεντατρυφερο αρνάκι που βρέθηκε στο δρόμο του και τώρα ήθελε να διασκεδάσει...
Ένας νεαρός κάποτε επισκέφτηκε έναν σοφό γέροντα. Ήταν ιδιαιτέρως θλιμμένος και πικραμένος.
Μία φορά κι έναν καιρό, εδώ και πολλά χρόνια, υπήρχε το Βασίλειο των Χρωμάτων όπου ζούσαν εφτά ιππότες: ο Κόκκινος, ο Πορτοκαλής, ο Κίτρινος, ο Πράσινος, ο Μπλε, ο Λουλακής και ο Βιολετής. Όλοι ήταν γενναίοι και τολμηροί, κι ένιωθαν πολύ περήφανοι για το χρώμα τους.
Ο Κόκκινος Ιππότης έλεγε με μεγάλη ικανοποίηση:
Ένας λύκος κάποτε, καραδοκούσε έξω από κοπάδια με σκοπό να αρπάξει ένα προβατάκι και να το φάει.
Μία γυναίκα έμενε κάποτε σε χωριό. Καθημερινά ξυπνούσε από νωρίς, όταν ακόμα δεν είχε ξημερώσει, και πήγαινε να μαζέψει γάλα και αυγά, να βάλει νερό σε κανάτες και να περιποιηθεί τους στάβλους με τα ζωντανά.
Σε μία πόλη που έμοιαζε με παραμύθι, κατοικούσε μία πριγκίπισσα η οποία έχαιρε της εκτίμησης όλων των κατοίκων για την καλή και ζεστή της καρδιά. Ήταν πάντοτε γλυκιά και ευγενική με όλους, δίχως ίχνος κακίας και αποστροφής για κανέναν άνθρωπο.
Κάποτε στο δάσος είχε κηρυχθεί πόλεμος και όλα τα ζώα είχαν βγει σε παράταξη προκειμένου να μοιραστούν στο καθένα αρμοδιότητες και ευθύνες. Το λιοντάρι, ως ο βασιλιάς των ζώων, ήταν εκείνος που ηγούταν στις συζητήσεις.
Δημοφιλή παραμύθια
Μια φορά και ένα καιρό, κάπου στο βυθό της θάλασσας ζούσε μια όμορφη γοργόνα με ξανθά μακριά μαλλιά, πράσινα μάτια και χρυσαφένια ουρά. Η γοργονίτσα κολυμπούσε όλη την ημέρα μόνο κοντά στο σπίτι της επειδή η μαμά της δεν την άφηνε να πηγαίνει μακριά μόνη της γιατί ήταν επικίνδυνα.
Τα Χριστούγεννα είχαν περάσει και η μικρή Αριστέα ακόμη περίμενε υπομονετικά το δώρο της από τον Άγιο Βασίλη. Μέχρι στιγμής, της είχε φέρει κούκλες, επιτραπέζια και πολλά καινούρια ρούχα. Όμως, εκείνο που ήθελε πραγματικά, η κρυφή ευχή της δεν είχε πραγματοποιηθεί.
Σε ένα μικρό, φτωχικό χωριό ζούσε μια οικογένεια χωρικών. Το σπίτι τους μπορεί να ήταν μικρό και παλιό, είχε όμως πάντοτε μια ζεστασιά που προερχόταν από την αγάπη της οικογένειας. Τα αδέρφια ήταν τόσο αγαπημένα κι όλοι στο χωριό ζήλευαν την σχέση τους.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ο Αλαντίν, ο γιος ενός φτωχού ράφτη, που είχε πεθάνει όταν το αγόρι ήταν ακόμη πολύ μικρό.
Μια ωραία καλοκαιριάτικη μέρα, μια μικρή - μικρούτσικη Νεραϊδούλα βρήκε ένα παπουτσάκι μιας κούκλας. Ήταν ένα ωραίο μικρό παπουτσάκι πέτσινο και γαλάζιο σαν τον ουρανό.
"Πόσο χρήσιμο είναι αυτό το κουκλοπάπουτσο! σκέφτηκε η Νεραϊδούλα. Μπορεί να χρησιμεύσει για κούνια ενός μικρού σαλιγκαριού ακόμα και βάρκα ενός μικρού ψαριού".
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στην αυλή ενός χωριάτικου σπιτιού μια χελώνα, που είχε έναν μεγάλο καημό. Ήθελε να πετάξει στον ουρανό όπως τα πουλιά.
Κάπου μακριά σε ένα ηλιόλουστο μέρος ζούσε ο Φίλιππος με την οικογένειά του. Το σπίτι τους ήταν μικρό αλλά δίπλα του εκτείνονταν ένας μεγάλος στάβλος ο οποίος φιλοξενούσε άλογα.
Κάποτε σε μία ντουλάπα, όπως μπορεί να συμβαίνει σε πολλές ντουλάπες στον κόσμο, κάθονταν ένα καλοστημένο, μοσχομυριστό, ακριβό, σιδερωμένο, απαλό, γυαλιστερό, μακρύ και συννεφί φόρεμα. Ήταν το πιο όμορφο φόρεμα σ΄ ολόκληρο τον πλανήτη. Έξω από την ντουλάπα, πεταμένο στην καρέκλα, στο κρεβάτι, καμιά φορά και στο ίδιο το πάτωμα, καθόταν ένα φούτερ.
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια μακρινή ζούγκλα, ζούσανε πολλά ζωάκια. Δύο από αυτά ήταν το λιοντάρι και η αρκούδα που ήταν πολύ καλοί φίλοι. Οι δύο τους έκαναν παρέα για όλη την ώρα και ήταν αχώριστοι.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε, ένα φτωχό, μα καλό κι αγαπημένο αντρόγυνο. Είχαν ένα ξύλινο σπιτάκι κοντά στο μεγάλο δάσος, κι επειδή ήταν πολύ φτωχοί, ο άντρας πήγαινε κι έκοβε ξύλα κι η γυναίκα του έπλεκε κάλτσες, τα πουλούσαν και ζούσαν φτωχικά, μα πάντα αγαπημένα. Ένα μονάχα καημό είχαν στη ζωή τους: που δεν αξιώθηκαν να κάνουν παιδί, για να τόχουν συντροφιά και παρηγοριά στα γεράματά τους.