Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μία αγαπημένη οικογένεια. Αποτελούνταν από τέσσερα μέλη, οι γονείς και τα δύο κορίτσια.
Ιωάννα Καραντενίζη
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσαν δύο αδέρφια. Η Γαριφαλιά και ο Δημήτρης. Αυτά τα δύο αδέρφια φαινόταν με μια ματιά ότι ήταν δίδυμα. Δυστυχώς, δεν είχαν καθόλου φίλους γιατί όλοι τους περνούσαν για τρελούς, λόγο της φαντασίας τους. Ήταν 8 χρονών και δεν ξέρω άλλα παιδιά που να ήταν τόσο μα τόσο περιπετειώδη.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα όμορφο, γερό, καφέ άλογο με μαύρη χαίτη και ουρά. Τον έλεγαν Popcorn και περνούσε τη ζωή του ήσυχα. Έμενε σε έναν ιππικό όμιλο όπου όλοι τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα μικρό σκυλάκι, ο Μπομπ. Ήταν καλός σκύλος και είχε έναν πολύ καλό ιδιοκτήτη! Ένα μικρό κοριτσάκι τον είχε βρει στον δρόμο να τρέμει ολόκληρος από το κρύο και αυτό το κορίτσι και οι γονείς της, αποφάσισαν να τον κρατήσουν.
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα πολύ φτωχό αγόρι που το έλεγαν Πετράκι. Όταν μεγάλωνε θα ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής γιατί: και του άρεσε, και ήταν πολύ καλός σε αυτό. Μάλιστα στον ελεύθερό του χρόνο έπαιζε ποδόσφαιρο με τις φίλες και τους φίλους του, σε έναν μεγάλο, πλατύ δρόμο.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια βασίλισσα και ένας βασιλιάς. Αυτοί είχαν μια κορούλα, την Άρτεμη. Μετά από πολύ καιρό, η βασίλισσα και ο βασιλιάς γέρασαν, και άφησαν την κόρη τους βασίλισσα στο παλάτι. Αυτοί πήγαν σε ένα εξοχικό, και έζησαν εκεί για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια μικρή κουνελίτσα, η Νέλι. Ζούσε με την οικογένεια της κοντά σε ένα μεγάλο ποτάμι. Είχαν επιλέξει αυτό το μέρος γιατί είχε πολλή ωραία θέα και επειδή είχαν όλα όσα χρειαζόντουσαν!
Δημοφιλή παραμύθια
Η Χριστουγεννιάτικη Ιστορία ("A Christmas Carol") είναι το πιο αγαπημένο βιβλίο-παραμύθι του Καρόλου Ντίκενς. Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 1843 και αναφέρεται στον παράξενο και τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ ο οποίος άλλαξε ριζικά μετά την επίσκεψη που δέχτηκε από το φάντασμα του πεθαμένου συνεταίρου του, Τζέικομπ Μάρλεϊ, αλλά και από τρία πνεύματα των Χριστουγέννων: το πνεύμα του Παρελθόντος, το πνεύμα του Παρόντος και το πνεύμα του Μέλλοντος... Το παρακάτω κείμενο είναι η συντομευμένη μετάφραση της πρωτότυπης ιστορίας του Ντίκενς που εκτεινόταν σε 166 σελίδες... Απολαύστε το!
Μια φορά και έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια ζούσε ένας πολύ γκρινιάρης αυτοκράτορας που όλη τη μέρα ασχολούνταν με το ντύσιμό του. Τόσο πολύ του άρεσε να ντύνεται με ωραία ρούχα, που έδινε όλα τα χρήματα του βασιλείου του για να αγοράζει καινούρια και να είναι ντυμένος στην εντέλεια.
Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλέας και μια βασίλισσα και είχανε ένα γιο πολύ ωραίο, και τον λέγανε Ύπνο. Ο γιος τους λοιπόν αυτός δεν ήθελε να παντρευτεί. Πόσα του ’λεγε ο βασιλέας, η βασίλισσα «να παντρευτείς να κάμεις παιδιά», κείνος του κάκου.
Μια φορά και έναν καιρό, ήτανε μία βασιλοπούλα που κάθε πρωί που ξυπνούσε, έλεγε τι όμορφη που είναι.
Μία μέρα, καθώς κοιταζόταν είδε μπροστά στον καθρέφτη της, μία «κακιά μάγισσα» να της λέει:
Βασιλοπούλα μου εσύ,
εγώ είμαι πιο όμορφη,
δεν είσαι εσύ!
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς που είχε μια πολύ όμορφη κόρη. Η βασιλοπούλα αυτή ήταν τόσο πεντάμορφη που καμιά δεν μπορούσε να την παραβγεί στην ομορφιά. Ήταν όμως και τόσο περήφανη που κανέναν απ’ όσους έρχονταν στο παλάτι και ζητούσαν να την παντρευτούν δεν τον θεωρούσε άξιό της. Τους έδιωχνε όλους και πολλές φορές τους περιφρονούσε και τους κορόιδευε άσχημα.
Στο χωράφι απόψε είχε ξεμείνει από το πρωινό μάζεμα μια πατατούλα. Δεν ήταν από εκείνες τις ολοστρόγγυλες και παχουλές. Ήταν στενόμακρη, λίγο πλακουτσωτή και μ' ένα μικρό εξόγκωμα σαν καρούμπαλο αριστερά από τ' αυτί της.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς αυτός είχε δώδεκα κόρες, τη μια ωραιότερη από την άλλη. Κοιμόντουσαν όλες μαζί στο ίδιο μεγαλόπρεπο δωμάτιο και τα κρεβάτια τους ήταν το ένα δίπλα στο άλλο. Τη νύχτα, όταν πήγαιναν να κοιμηθούν, ο βασιλιάς κλείδωνε την πόρτα και την αμπάρωνε. Το πρωί όμως, όταν την ξεκλείδωνε, κάθε φορά έβλεπε κάτι πολύ παράξενο. Τα παπούτσια που φορούσαν οι πριγκίπισσες ήταν όλα σκισμένα και χαλασμένα σα να χόρευαν όλη νύχτα! Κανένας δεν κατόρθωνε να εξηγήσει πώς γινόταν ένα τέτοιο πράγμα.
- Εγώ φτιάχνω καλύτερα κεντήματα από ‘σένα καυχήθηκε η Κυρά Βελόνα, έτσι όπως στεκόταν ξαπλωμένη στο κουτί της, δίπλα στις πολλές πολλές μικρές καρφιτσούλες, στην μικρή αράχνη που είχε μπει στο κουτί που είχε ξεμείνει ανοιχτό πάνω στη ραπτομηχανή και περιεργαζόταν το στενό χώρο στον οποίο είχε βρεθεί.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ποντίκι πολύ λαίμαργο. Έτρωγε, έτρωγε, ώσπου φούσκωνε τόσο πολύ η κοιλιά του, που δεν μπορούσε να κάνει ρούπι* από τη θέση του!
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα πολύ φτωχό αγόρι που το έλεγαν Πετράκι. Όταν μεγάλωνε θα ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής γιατί: και του άρεσε, και ήταν πολύ καλός σε αυτό. Μάλιστα στον ελεύθερό του χρόνο έπαιζε ποδόσφαιρο με τις φίλες και τους φίλους του, σε έναν μεγάλο, πλατύ δρόμο.